Art & Culture

Αποθέωση του Θεόδωρου Τερζόπουλου για το Περιμένοντας τον Γκοντό στη Στέγη

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος έστησε μία παράσταση αυθάδικη απέναντι στις σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ για να διδάξει πώς μπορεί ένα έργο που γράφτηκε το 1948 να παραμείνει μνημειώδες μέσα από τη ριζοσπαστική αναθεώρησή του, ολόφρεσκο από συναισθήματα και πλήρες από παραστατικά και υποκριτικά ευρήματα. Μία παράσταση ως θεατρική τελετουργία, που θα μπορούσε να κάνει μόνο ο Τερζόπουλος, αυτός ο δάσκαλος, ο μαέστρος, ο εμμονικός υπηρέτης του Διονύσου και της υψηλής αισθητικής. Το Περιμένοντας τον Γκοντό στη Στέγη θα μείνει στην ιστορία ως μία παράσταση masterclass για την αναθεώρηση εμβληματικών έργων.      

Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμιουελ Μπέκετ

H τραγική κωμωδία Περιμένοντας τον Γκοντό γράφτηκε το 1948 από τον Ιρλανδό συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ και παίχτηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1953. Αναγνωρίστηκε αμέσως ως καινοτόμο έργο και έγινε η πρώτη παγκόσμια επιτυχία του Θεάτρου του Παραλόγου. Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι οι συνομιλίες μεταξύ δύο κλοσάρ, οι οποίοι περιμένουν την άφιξη κάποιου μυστηριώδους ατόμου με το όνομα Γκοντό, το οποίος όμως, συνεχώς αναβάλλει την άφιξή του. Οι δύο κολοσάρ συναντούν τον Λάκι και τον Πότζο, συζητούν για τις δυστυχίες τους, δεν έχουν τίποτα καλό στη ζωή τους, σκέφτονται να κρεμαστούν, αλλά τελικά απλώς συνεχίζουν να περιμένουν. Είναι ένα ζευγάρι ανθρώπων που δεν ξέρουν γιατί υπάρχουν στη γη. Υποθέτουν αμυδρά ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος, αλλά περιμένουν τον Γκοντό να τους διαφωτίσει.

Η τεράστια επιτυχία του Μπέκετ

Με το Περιμένοντας τον Γκοντό ο Μπέκετ έβαλε στο θέατρο ολόγυμνο το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου. Γιατί υπάρχει, γιατί ζει, γιατί δημιουργεί, γιατί απολαμβάνει – εάν απολαμβάνει – γιατί δεν τελειώνει τη ζωή του μια ώρα αρχύτερα, αφού ούτως ή άλλως θα πεθάνει; Γιατί δεν υπάρχει κάποιος – ο Θεός; – να τον καθοδηγήσει στην αρμονία και την ευτυχία, εάν υπάρχει αρμονία και ευτυχία; Τι είναι όλη αυτή η σύντομη και αόριστη ιδέα που ονομάζουμε ζωή; Με τους χαρακτήρες που ανέπτυξε ο Μπέκετ, τους απλοϊκούς και αστείους διαλόγους (που στην πραγματικότητα είναι σπαρακτικοί), την ανύπαρκτη σκηνική δράση, τις ασάφειες και τους κρυμμένους συμβολισμούς, παρέδωσε ένα έργο με ασφυκτικές σκηνικές οδηγίες που ήταν ανοιχτό σε κάθε είδους ερμηνεία: Πολιτική, Ψυχολογική, Φιλοσοφική, Θρησκευτική, Ηθική, Σεξουαλική… Μόνο όταν κάποιοι έσπευσαν να πουν ότι ο Γκοντό, που περιμένουν οι χαρακτήρες του έργου, είναι ο ίδιος ο Θεός (God), θέλησε να διευκρινίσει ότι δεν έγραψε για τον Θεό. Έλεγε αλήθεια;

Ο Θεός στην παράσταση του Τερζόπουλου

Στην παράσταση του Τερζόπουλου η σκηνική εγκατάσταση χωρίζεται σε τέσσερα τεταρτημόρια, τα οποία δημιουργούν ένα σταυρό. Οι ηθοποιοί παίζουν στη μέση του σταυρού κι από το βάθος βγαίνει ο Λάκι, ενώ ο Πόντζο σκίζει την επιφάνεια με ένα μαχαίρι και παίζουν σταυροειδώς. Μέσα από μια τρύπα στο κέντρο του σταυρού, εμφανίζεται και ο νεαρός. Γιατί ο Τερζόπουλος επέλεξε το σταυρό; Όπως είπε σε συνέντευξή του στο Αθηνόραμα: «κάθε λαός βλέπει την ερημιά του μπεκετικού no land με διαφορετικό τρόπο. Όταν συζητήσαμε γι’ αυτό το θέμα, οι (Ιταλοί) ηθοποιοί μου είπαν διάφορα πράγματα για τη μοναξιά που αισθάνονται με τον καθολικισμό και πόσο τους έχει επηρεάσει αρνητικά. Μπορώ να καταλάβω την ερημιά που δημιουργεί το σύστημα, τον τρόπο με τον οποίο απομονώνει τους ανθρώπους. Τη μοναξιά την αισθάνεται και τη βιώνει ο καθένας με διαφορετικό τρόπο…»

Οι σκηνοθετικές οδηγίες που καταπατήθηκαν

Το Περιμένοντας τον Γκοντό γράφτηκε με αυστηρές σκηνοθετικές οδηγίες. Σχεδόν σε κάθε στιχομυθία, ο Μπέκετ σημείωνε προς τα που έπρεπε να κοιτάξει ο ηθοποιός, πότε να κάνει παύση, ποια θα είναι η επόμενη κίνησή του. Θεωρούσε ότι το έργο του ΔΕΝ θα αποδιδόταν σωστά μόνο από τους διαλόγους, αλλά συνολικά από την αίσθηση που θα έβγαινε με τις οδηγίες του. Ήταν μάλιστα τόσο αυστηρός στην εφαρμογή τους, που, όσο ζούσε, απαγόρευε παραστάσεις που δεν ανταποκρίνονταν σε αυτές. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος απλώς πήρε τις οδηγίες και τις παρέδωσε στη λήθη. Απογείωσε τη λιτότητα του Μπέκετ, οδηγώντας σε μία εντελώς νέα παράσταση. Περιόρισε τα λόγια, τα σκηνικά, τη δράση, τις κινήσεις και προσέθεσε τη σωματική δόνηση, το γάργαρο γέλιο, το σπαρακτικό αδιέξοδο και την υψηλή αισθητική για να γεννηθεί ένα έργο που δεν γράφτηκε το 1948 αλλά σήμερα. Είναι πιστό στο πνεύμα του Μπέκετ; Απόλυτα.

Γκρεμίζοντας τα τείχη του ανθρώπινου δράματος

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος σημειώνει στο σκηνοθετικό του σημείωμα: «η παράστασή μας τοποθετείται στα «ερείπια του κόσμου», σε ένα μέλλον, λίγο πολύ, κοντινό μας, όπου όλες οι πληγές του παρόντος και του παρελθόντος παραμένουν ανοιχτές. Το ίδιο και οι προσδοκίες… Σε αυτό το μεταίχμιο της ανθρώπινης ύπαρξης, ποιες είναι οι ελάχιστες δυνατές συνθήκες για την επανεκκίνηση της ζωής, μιας ζωής που αξίζει να ζει κανείς; Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» υπάρχουν δύο πιθανές απαντήσεις και εκεί στηρίζουμε τη δουλειά μας: Η πρώτη είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε και να συνυπάρξουμε με τον Άλλο, αυτόν που βρίσκεται απέναντί μας, παρά τα όποια εμπόδια, ακόμα κι όταν αυτά φαίνονται ανυπέρβλητα! Η δεύτερη είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε με τον Άλλο μέσα μας, με αυτήν την ανεξιχνίαστη και σκοτεινή περιοχή των καταπιεσμένων επιθυμιών και φόβων, των λησμονημένων αισθήσεων και ενστίκτων, την περιοχή του ζωώδους και του θείου, εκεί όπου γεννιούνται η τρέλα και το όνειρο, το παραλήρημα και ο εφιάλτης. Αυτό είναι το ταξίδι που προσπαθήσαμε να κάνουμε: προς τον Άλλο μέσα μας και προς τον Άλλο έξω από εμάς, απέναντι, μακριά μας. Περιμένοντας τι; Τη Λύτρωση της ζωής από τα δεσμά του θανάτου; Τη συνάντηση με τον Άνθρωπο; Το τέλος κάθε ταπείνωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο; Το Τίποτα ή το Περιμένοντας, όπως λέει ειρωνικά ο Μπέκετ; Υπάρχει όμως άλλος τρόπος να οραματιστούμε τον χειραφετημένο άνθρωπο, χωρίς να γκρεμίσουμε τα τείχη που χωρίζουν το «μέσα» από το «έξω»;»

Περιμένοντας τον Γκοντό από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο

Παραγωγή: EMILIA ROMAGNA TEATRO (ERT) / TEATRO NAZIONALE, FONDAZIONE TEATRO DI NAPOLI – TEATRO BELLINI

Ελλάδα: Στέγη Onassis

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ, ΦΩΤΙΣΜΟΙ & ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΘΟΠΟΙΟΙ: PAOLO MUSIO, STEFANO RANDISI, ENZO VETRANO ΚΑΙ ROCCO ANCAROLA, GIULIO GERMANO CERVI

ΗΧΟΣ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΕΛΙΑΝΙΤΗΣ

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΑΪΤΣΗΣ

ΒΟΗΘΟΣ ΕΚΓΥΜΝΑΣΗΣ ΗΘΟΠΟΙΩΝ: GIULIO GERMANO CERVI

Θεόδωρος Τερζόπουλος – BIO

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος γεννήθηκε στον Μακρύγιαλο της Πιερίας. Μαθήτευσε στη Δραματική Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Berliner Ensemble, στη Γερμανία . Από το 1981 έως το 1983 διατέλεσε Διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1985 ίδρυσε τη δική του θεατρική ομάδα, το Θέατρο Άττις, στους Δελφούς.

Τα τελευταία 35 χρόνια έχει ανεβάσει με την ομάδα του πάνω από 2.100 παραστάσεις σε όλο τον κόσμο. Υπήρξε Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Δράματος στους Δελφούς. Είναι επίσης ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Μεσογειακού Θεάτρου και Πρόεδρος του ελληνικού του τμήματος από το 1991, καθώς επίσης των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Δράματος στη Σικυώνα. Η δραματουργική του προσέγγιση στην αρχαιοελληνική τραγωδία διδάσκεται σε πολυάριθμες σχολές, ακαδημίες, ινστιτούτα και πανεπιστημιακά τμήματα κλασικών σπουδών.

Είναι ο εμπνευστής μιας μεθόδου υποκριτικής που περιλαμβάνει μια σειρά σωματικών και φωνητικών ασκήσεων, οι οποίες αποσκοπούν στην καλλιέργεια των βασικών αρχών της υποκριτικής πρακτικής και στην αναδόμηση της ενότητας μεταξύ λόγου και σώματος. Ομότιμος Καθηγητής σε ακαδημίες και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, διευθύνει από το 2013 το θερινό εργαστήριο «Η επιστροφή του Διονύσου: Η μέθοδος του Θεόδωρου Τερζόπουλου». Βιβλία της μεθόδου του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, κινεζικά, κορεάτικα και αραβικά. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στην Ελλάδα και διεθνώς. Από το 1995 είναι πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής της Θεατρικής Ολυμπιάδας, εκδηλώσεις της οποίας έχουν πραγματοποιηθεί στους Δελφούς, στη Σιζουόκα (Ιαπωνία), στη Μόσχα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σεούλ, στο Πεκίνο, στο Βρότσλαβ, στην Τόγκα (Ιαπωνία), στην Αγία Πετρούπολη και σε 17 πόλεις της Ινδίας.

Φωτογραφίες: Στέγη / Johanna Weber  

Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στο κέντρο της Αθήνας. Έχω δουλέψει στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον τύπο αλλά τα τελευταία χρόνια κολυμπάω (ή κωπηλατώ) στα ψηφιακά μέσα. Μου αρέσουν οι γάτες και οι ανθρώπινες ιστορίες. Προσπαθώ να προσεγγίζω τα πάντα με ενσυναίσθηση (και μερικές φορές πιστεύω ότι τα καταφέρνω).
X