Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, το breakdance, ένα άθλημα που προέρχεται από τη χιπ – χοπ κουλτούρα, θα κάνει την εμφάνιση του στο Παρίσι το 2024. Το «Breaking» – αυτή είναι η σωστή ονομασία του –εντάσσεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο πλαίσιο μιας προσπάθειας που διεξάγεται από τη ΔΟΕ (Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή) προκειμένου να προσελκύσει το νεανικό κοινό. Είναι μία δραστηριότητα που κινείται ανάμεσα στον χορό και τον αθλητισμό και εμπεριέχει σημαντικές πολιτισμικές και κοινωνικές αναφορές ξεκινώντας από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης και φτάνοντας μέχρι σήμερα. Οι αγώνες θα πραγματοποιηθούν στην Place de la Concorde, στην «καρδιά» του Παρισιού.
Από τα αυτοσχέδια πάρτι του Μπρονξ στις μεγάλες διοργανώσεις
Η ιστορία του breaking είναι κάπως αμφιλεγόμενη, αν και η πλειοψηφία των ερευνητών συμφωνεί ότι οι ρίζες του ανιχνεύονται στα πάρτι της δεκαετίας του 1970 που διοργανώνονταν σε σπίτια αλλά και σε ανοιχτούς χώρους στην περιοχή του Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Αυτή η κουλτούρα ήταν συνδεδεμένη με τις κοινότητες των αφροαμερικανών και τον πορτορικανών οι οποίοι αναζητούσαν τη δική τους ταυτότητα δημιουργώντας αναφορές πάνω στον χορό, στη μουσική και στα κοινωνικά κινήματα. Οι «αγώνες» (battles) εκτελούνταν από τα B-boys και τα B-girls συχνά ανάμεσα στις γειτονιές και ήταν συνδεδεμένοι με μία κουλτούρα διαμαρτυρίας, συλλογικής κοινότητας και ελεύθερης αυτοέκφρασης. Η γέννηση του χιπ χοπ κινήματος λέγεται ότι ξεκίνησε το 1973 από ένα πάρτι γενεθλίων, μια ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα στο Νότιο Μπρονξ. Ο DJ Kool Herc (θεωρείται από αρκετούς ο πρωτοπόρος του χιπ χοπ και ήταν γνωστός για τα block πάρτι που διοργάνωνε σε εξωτερικούς χώρους) χρησιμοποίησε τον μουσικό εξοπλισμό των γονιών του κάνοντας πειράματα με δύο πικάπ για να μπορεί να πηγαίνει μπρος -πίσω σε συγκεκριμένα σημεία των τραγουδιών που ξεσήκωναν τον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 το breaking απέκτησε διεθνή αναγνώριση και δημοφιλία μέσω μουσικών βίντεο και ταινιών όπως το Flashdance (1983), το Breakin’ (1984) και το Beat Street (1984). Τα ΜΜΕ εκείνη την εποχή άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «breakdancing», ωστόσο αυτή η ονομασία δεν έγινε ποτέ αποδεκτή μέσα στην κοινότητα.
Πώς γίνονταν οι αγώνες;
Οι ομάδες στεκόντουσαν αντικριστά ή σε έναν κύκλο (cypher) και χόρευαν όσο οι δίσκοι άλλαζαν στα πλατό του DJ. Ο αριθμός των οργανωμένων διαγωνισμών μεγάλωνε σταθερά με την αύξηση της δημοφιλίας και της εμπορευματοποίησης του συγκεκριμένου είδους. Το breaking πάντως (σε κάθε του μορφή) προτάσσει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την αυτοέκφραση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί συλλογικούς κώδικες και πολιτισμικές αναφορές. Ιδιαίτερα έντονο είναι το στοιχείο του αυθορμητισμού, καθώς οι συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων τη μουσική που θα επιλέξει κάθε φορά ο DJ και πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με τον ρυθμό. Τα τελευταία χρόνια πάντως έχει παρατηρηθεί μια αυξανόμενη «επαγγελματοποίηση» της συγκεκριμένης μορφής άθλησης και χορού: το 2024 το Sadler’s Wells θα ανοίξει μια ακαδημία χιπ-χοπ στο νέο του θέατρο στο Στράτφορντ για να εκπαιδεύσει άτομα από 16 έως 19 ετών- ενώ έχει καταγραφεί και ζωηρό ενδιαφέρον από επιστήμονες όπως ο Matthew Cole του Birmingham City University.
Πώς άνοιξε ο δρόμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού
Το breaking έγινε επίσημα κομμάτι της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Dance Sport μόλις το 2018. Ωστόσο, κάποιοι σημαντικοί διαγωνισμοί, όπως το Red Bull BC One και το Battle of the Year, είχαν ήδη κερδίσει αξιοπιστία και αποδοχή μέσα στην κοινότητα.
Η συμπερίληψη του breaking στους Ολυμπιακούς Αγώνες ευθυγραμμίζεται με τη συνολική στρατηγική αναπροσαρμογής γύρω από το νεανικό κοινό και την ενσωμάτωση αθλημάτων της πόλης (είχε προηγηθεί το skateboarding). Εξάλλου είναι μία δραστηριότητα που ξεχωρίζει για τη δημιουργικότητα, την προσιτή τιμή (δεν απαιτούνται εργαλεία ή εξοπλισμός) και τη σύνδεση με το αστικό τοπίο και την κουλτούρα του δρόμου.
Το breaking μπήκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 κυρίως λόγω της επιμονή της διοργανώτριας χώρας η οποία κάθε φορά μπορεί να συμπληρώνει πέντε κενές θέσεις με αθλήματα της προτίμησής της. Η Ιαπωνία για παράδειγμα επωφελήθηκε από αρκετά τοπικά αγαπημένα αθλήματα το 2020.
Υπάρχουν πολλοί νέοι όροι που θα πρέπει να μάθει κάποιος αν δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ έναν διαγωνισμό breaking, όπως οι «turtle freeze», «six-steps» και «coin drop».
Ωστόσο, η μορφή του διαγωνισμού στους Ολυμπιακούς Αγώνες θα είναι εξαιρετικά απλή: 16 B-boys και 16 B-girls θα αναμετρηθούν στην «καρδιά» της πόλης.
Ήδη έχουν προκριθεί ορισμένα μεγάλα φαβορί, όπως οι Β-Boys Victor (ΗΠΑ) και Danny Dan (Γαλλία) και οι Β-Girls India (Ολλανδία) και Nicka (Λιθουανία). Η σκηνή του breaking είναι ιδιαίτερα δυναμική σε πολλές χώρες όπως στη Βρετανία, στην Κίνα, στη Γαλλία και στην Κορέα.
Τα κριτήρια που θα αναδείξουν τους τελικούς νικητές θα είναι τα εξής: δημιουργικότητα, προσωπικότητα, τεχνική, ποικιλία, ερμηνευτικότητα και μουσικότητα. Όπως δήλωσε ένας από τους συμμετέχοντες σε ένα σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian: «Το πιο όμορφο με το breaking είναι ότι μπορείς να κερδίσεις μια μάχη με στρατηγική ή άψογη εκτέλεση – κάτι σαν πολεμική τέχνη ή σαν να συνδυάζεις τα κομμάτια ενός παζλ – αλλά μπορείς επίσης να κερδίσεις επειδή χάνεσαι εντελώς μέσα στην ομορφιά της στιγμής». Η ενσωμάτωση πάντως του breaking σε μία τόσο μεγάλη διοργάνωση όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ανοίγει ξανά την κουβέντα για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση του συγκεκριμένου είδους που ξεκίνησε από την underground κουλτούρα και τις περιθωριοποιημένες γειτονιές για να κατακτήσει τελικά ολόκληρη την πολιτιστική βιομηχανία.