Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου έφτασε και φέτος, και εμείς δράττουμε την ευκαιρία να “ξαναδιαβάσουμε” ταινίες κλασικές ή και πιο σύγχρονες που γνώρισαν σημαντική επιτυχία και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς της pop κουλτούρας γύρω από τον Έρωτα.
Οι De facto τραγουδούν: “Δεν είναι έτσι η αγάπη.. να μπλέκει με το δάκρυ, να σε πονάει τόσο βαθιά.. Δεν είναι έτσι η αγάπη.. λάθος σου τα `χουν μάθει..”.
Και όμως! Πολλοί από τους “χολιγουντιανούς” -κατά κύριο λόγο- σκηνοθέτες δεν δίστασαν στο βωμό του cheesiness και της εισπρακτικής επιτυχίας στο box office να μας εκθέσουν σε ανούσια πάθη και δράματα, αψηφώντας τον αντίκτυπο που θα έχει στη στη συνείδηση του κοινού η εδραίωση -μέσω των ταινιών τους- εσφαλμένων πεποιθήσεων περί Έρωτα.
Ναι, ανήκω στη μερίδα των ανθρώπων που στο ερώτημα “αν το αβγό έκανε την κότα ή η κότα το αβγό”, αν, δηλαδή, οι κατέχοντες τα μέσα ψυχαγωγίας διαμορφώνουν το γούστο και τις συνειδήσεις του κοινού με το υλικό που προσφέρουν ή οι προτιμήσεις του κοινού ποδηγετούν την κατεύθυνση της καλλιτεχνικής έκφρασης, απαντώ πως “η κότα κάνει το αβγό”. Με άλλα λόγια, τάσσομαι υπέρ της ευθύνης των κατεχόντων δημόσιο βήμα να “εκπαιδεύσουν” το κοινό και εν προκειμένω, να συμβάλουν στην ψυχοσυναισθηματική μόρφωση του στις σχέσεις με τον σημαντικό Άλλον (significant other).
Notebook
[2004, 124’, Σκηνοθεσία: Nick Cassavetes]
Ποιος θα μπορούσε να βάλει τις λέξεις “Έρωτας” και “κινηματογράφος” δίπλα – δίπλα και κατευθείαν ο συνειρμός του να μην τον οδηγήσει στην πιο “συγκινητική” ιστορία όλων των εποχών (?), το Notebook; Λόγος γίνεται για την ταινία που καθιέρωσε τον Ryan Gosling και τη Rachel McAdams, βασισμένη στη νουβέλα του πολυγραφότατου Nicholas Sparks. Η πλοκή ξεδιπλώνεται με την αναδρομική αφήγηση ενός ειδυλλίου της δεκαετίας του ‘40 και πάει κάπως έτσι: κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο ερωτεύεται νεαρό που δεν είναι “της τάξεώς της” και οι γονείς της παρεμβαίνουν για να τους χωρίσουν. Αυτός της γράφει γράμματα κάθε μέρα για ένα χρόνο, όμως η κακιά η μητέρα της τής τα κρύβει. Κάπου εκεί λαμβάνει χώρα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου ο πρωταγωνιστής κατεβαίνει στην πρώτη γραμμή, ενώ η πρωταγωνίστρια, ως εθελόντρια νοσοκόμα, γνωρίζει έναν άλλον άνδρα. Οι γονείς της, εγκρίνοντας τον νεαρό ως αντάξιο της κοινωνικής τους επιφάνειας γαμπρό, επισπεύουν τις διαδικασίες του γάμου. Σημειωτέον, δε, πως ο νεαρός είναι πράγματι καλός σύντροφος. Λίγες μέρες πριν τη μεγάλη ημέρα, η πρωταγωνίστρια αποφασίζει να βρει τον εφηβικό της έρωτα και εκεί ξεκινάν τα μελοδραματικά κλισέ, συνοδευόμενα από σκηνές απείρου κάλλους και τοξικότητας. Ενδεικτική η σκηνή με το αταβιστικά επαναλαμβανόμενο “What do you want?” του Ryan Gosling:
Αν απομονώσει κανείς τις ατάκες, θα αναρωτηθεί που είναι το κακό; Ωστόσο, ως σύνολο βλέπουμε ότι η σύγκρουση, οι αντιπαλότητες και εξαπόλυση αμοιβαίων κατηγοριών υπολαμβάνονται ως ακόμα μία καθημερινότητα, ότι πάνε “πακέτο” με τη σχέση· στην πραγματικότητα, ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε πως δεν πάει έτσι. Όταν το πάθος του πρώτου καιρού εξασθενίσει, για να μακροημερεύσει μια σχέση, απαιτείται αλληλοσεβασμός και κοινά σημεία αναφοράς, επί των οποίων θα εδραιωθεί ένας υγιής, ασφαλής συναισθηματικός δεσμός.
Twilight
[2008, 122’ Σκηνοθεσία: Catherine Hardwicke]
15 χρόνια έχουν περάσει μετά την προβολή της πρώτης εκ των πέντε ταινιών του Twilight saga και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, οφείλουμε να ομολογήσουμε τη φρενίτιδα που είχε προκαλέσει στο νεανικό -και όχι μόνο- κοινό οι βασισμένες στα βιβλία της Stephenie Meyer ταινίες. Οι μορφές των Kristen Stewart και Robert Pattinson. είχαν κατακλύσει με τα poster τους τους τοίχους μας και είχαν στοιχειώσει πολλά εφηβικά μας βράδια – και αν όχι δικά μας, σίγουρα κάποιων φίλων μας από το χωριό-, ωστόσο, για όλους τους λάθος λόγους.
Για να μην επεκταθούμε σε όλη την “πενταλογία”, ας καταπιαστούμε με την πρώτη ταινία εξ αυτών, η οποία αποτελεί την επιτομή του gaslighting, του stalking,των red flags και άλλων αγγλόφωνων όρων που θέλουν να περιγράψουν συναισθηματικά κακοποιητικές συμπεριφορές. Όλα αυτά μαζί συναπαρτίζουν το ψηφιδωτό του είδους του ειδυλλίου, όπου το κορίτσι πάσχει από το σύνδρομο του “καλού Σαμαρείτη” και προσπαθεί να “σώσει” το κακό αγόρι, με τη φρούδα ελπίδα πως με την αγάπη της, θα ξεσκεπάσει την πανοπλία που καλύπτει τη χρυσή του καρδιά. Και ναι, είναι πολύ ερεθιστικό να έλκεσαι από τον “κίνδυνο”, “να παίζεις με τη φλόγα”, αλλά αυτή η ψευδεπίγραφη έλξη δεν σε καθιστά σύντροφο, αλλά ακόμη έναν εθισμένο στην αδρεναλίνη (adrenaline junkie).
Από την άλλη μεριά, έχουμε τους ναρκισσιστές, οι οποίοι έλκονται από αυτή την προσπάθεια και είναι πρόθυμοι να δίνουν στοργή και τρυφερότητα στον “καλό Σαμαρείτη”, μέχρι ακριβώς εκείνου του βαθμού που απαιτείται για να εξακολουθήσει (ο καλός Σαμαρείτης) να τροφοδοτεί την ταλάντωση του εκκρεμούς που κινείται μεταξύ, αφενός, της απόλαυσης των ωφελειών μιας σχέσης, και αφετέρου, της κακοποιητικής τους συμπεριφοράς.
Ευτυχώς, η χρονική απόσταση που μεσολάβησε από την πρώτη προβολή μας επιτρέπει να τη χαρακτηρίσουμε ως cringe, τόσο από άποψης περιεχομένου, όσο και από καλλιτεχνικής ύψους. Παράδοξο, δε, συνιστά η συμμετοχή -κατά γενική ομολογία- αξιόλογων συντελεστών. Ακόμα και για τους πιο δύσπιστους, η πορεία των πρωταγωνιστών τουλάχιστον αποκατέστησε τη φήμη τους· εντελώς ενδεικτικά, αναφέρουμε την ερμηνεία του Robert Pattinson στο Lighthouse (2019, Σκηνοθ.: Robert Eggers) στο πλευρό του βετεράνου Willem Dafoe, και την τιμή που γνώρισε η Kristen Stewart να ηγηθεί της Κριτικής Επιτροπής της περσινής 73ης Μπερλινάλε ως Πρόεδρος αυτής, πέρα από την αξιοπρεπή παρουσία στο “Spencer” (2021) του Pablo Larraín, υποδυόμενη την πριγκίπισσα Νταϊάνα.
Για μια πιο διεξοδική ματιά πάνω στα ψυχολογικά μοτίβα που συναντάμε στο Twilight, δείτε τα βιντεάκια του αγαπημένου μου καναλιού στο Youtube, Cinema Therapy:
Για να μην σας αφήσουμε, όμως, με κακή επίγευση, παραπέμπουμε στα φινάλε τριών σπουδαίων ταινιών, μιας τριλογίας, μιας σειράς που μας δείχνουν τη ρεαλιστική και υγιή αποτύπωση του Έρωτα στην 7η Τέχνη, και συγκεκριμένα: στο γεμάτο κατανόηση μειδίαμα του Σεμπάστιαν στη Μία στην τελευταία σεκάνς του La La Land (2016) του Damien Chazelle
στο φετινό Past lives (2023, Σκηνοθ.: Celine Song), που προς αποφυγή spoiler παραλείπονται περαιτέρω αναφορές, θα δανειστούμε μόνο τον πολύ εύστοχο χαρακτηρισμό του Δομήνικου από το “Shake n’ bake”, ως “ανακουφιστικά υγιές”.
Στην κλασική Casablanca (1942, Σκηνοθ.:Michael Curtiz) και το “We’ll always have Paris” του Humphrey Bogart, το οποίο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το αξίωμα “Οι μεγάλοι έρωτες δεν φοράνε στεφάνι“· είτε είναι καταδικασμένοι να μετασχηματισθούν σε Αγάπη, είτε να σβήσουν μια για πάντα. Αυτό, ακριβώς, είναι που τους δίνει αξία· το πεπερασμένο της ύπαρξής τους, η οποία με το πέρας του χρόνου περιβάλλεται με την προστατευτική αχλύ της μνήμης, μακρυά από την τριβή της καθημερινότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, δε, που ο Έρωτας θυσιάζεται στο βωμό ενός υπέρτερου σκοπού, η αξία του εξυψώνεται ακόμα περισσότερο.
Στην τελευταία ταινία της τριλογίας των “Before” του Richard Linklater, Before Midnight (2013), που γυρίστηκε στην Πύλο, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές (Julie Delpy και Ethan Hawke) να μετουσιώνονται, είκοσι χρόνια μετά από τη ρομαντική περιπλάνησή τους στα στενά της Βιέννης, σε ώριμους συντρόφους ζωής, οι οποίοι ενεργητικά και πολύ κοπιαστικά προσπαθούν να αντισταθούν στα “κακώς κείμενα” της μακροχρόνιας, ρουτινιάρικης συμπόρευσης· από το ιδεατό, στην τέχνη του εφικτού, δηλαδή.
- Στο Normal people (2020), όπου για δώδεκα επεισόδια ακολουθούμε τα παλιρροιακά κύματα, από τα οποία περνάει η –αδύνατον να ταξινομηθεί, one of a kind– σχέση της Marianne και του Connell (υποδυόμενο από τον έναν από τους καλύτερους της γενιάς του, Paul Mescal), δύο παιδιών από την ιρλανδική επαρχία, για να καταλήξουν στην απόλυτη, αυθεντική Αγάπη δια μέσου της απόλυτης ελευθερίας.
Ποιός ο κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω; O ορισμός της Αγάπης που επιχειρήθηκε να δοθεί από τον ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα του “Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος”, Scott Peck και δεν είναι άλλος από την“έμπρακτη θέληση να διευρύνει κάποιος τα όριά του, με σκοπό να επιτύχει την ψυχοπνευματική ανάπτυξη τη δική του ή κάποιου άλλου”.
Έτσι, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις παρατηρούμε τους πρωταγωνιστές να διευρύνουν τόσο τα όριά τους, σε σημείο τέτοιο που να αποδέχονται πως θα είναι καλύτερο για το αγαπημένο τους πρόσωπο να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι, ακόμα και αν αυτό βρίσκεται χιλιόμετρα μακρυά του.
Θα κλείσουμε, λοιπόν, παραφράζοντας έναν στίχο από το τραγούδι “Μετρώ τα κύματα” του Νίκου Πορτοκάλογλου: “Αγάπη χωρίς Ελευθερία, φως μου, είναι ποτάμι χωρίς νερό”.