Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν έχει μόνο μια ιδιότητα. Ακόμα και ο όρος «πολύπλευρος καλλιτέχνης» φαντάζει λίγος για τον περιγράψει. Σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του είναι ζωγράφος, σκηνοθέτης, χορογράφος, περφόρμερ, σχεδιαστής σκηνικών, κοστουμιών, μακιγιάζ και φωτισμών.
Αλλά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι πάνω από όλα δημιουργός. Ένας άνθρωπος που ζει για την τέχνη, που εκφράζει με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά αυτό που έχει στην ψυχή του και που καταφέρνει αυτό να αφορά όλο και περισσότερους θεατές σε όλο τον κόσμο.
Πριν όμως από τα μεγάλα στάδια και την διεθνή αναγνώριση, ο Δημήτρης υπήρξε ένας νέος που πάλευε με τους δαίμονες του στα Εξάρχεια, που προσπαθούσε να βρει τη θέση του στην καλλιτεχνική Αθήνα της δεκαετίας του ’80, που ήθελε να ζήσει όπως όριζε η ψυχή του και όχι οι άλλοι.
Και αυτό τελικά έκανε, με τα τραύματα που του άφησε η ζωή να μετουσιώνονται σε κίνηση, σε παραστάσεις, σε μια αφήγηση κάθε φορά διαφορετική αλλά καίρια.
Οι περισσότεροι Έλληνες γνώρισαν τον Δημήτρη Παπαϊωάννου σαν καλλιτέχνη την μεγάλη βραδιά της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Το όνομα ήταν φυσικά πολύ γνωστό στην Αθήνα ήδη για 20 χρόνια αλλά η τέχνη που ο ίδιος υπηρετούσε δεν είχε μπει -ακόμα- στους μεγάλους χώρους, δεν είχε γίνε ευρέως αποδεκτή.
Ο πιο νέος καλλιτέχνης που ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων στην ιστορία όχι μόνο κατάφερε να μας συγκινήσει αλλά έδειξε ότι έχει απόλυτη συναίσθηση του μεγέθους και του ύφους που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Έδειξε ότι μπορεί να εκφράσει με τρόπο μαγικό τον ελληνικό πολιτισμό και να δείξει στο παγκόσμιο κοινό την Ελλάδα, όχι μόνο των προγόνων του αλλά και του σήμερα. Από τότε έχουν περάσει 20 χρόνια. Ο Δημήτρης κλήθηκε πολλές φορές να κάνει μια αντίστοιχη καλλιτεχνική δράση και τις απέρριψε όλες. Ευχαριστήθηκε την αναγνώριση και την τιμή που του έφεραν οι Ολυμπιακοί Αγώνες αλλά παρέμεινε πιστός στα θέλω του.
Συνέχισε να κάνει αυτό που τον προστάζει η ψυχή του. Κάθε φορά να αναδημιουργείται πάνω στη σκηνή, να αλλάζει, να εξελίσσεται, να ελίσσεται σε μια Ελλάδα που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν ήταν ποτέ ίδια, αλλά και σε σκηνές στα πέρατα του κόσμου.
Αυτό ακριβώς έκανε και πέρυσι με την παράσταση «ΙΝΚ» που παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η οποία συνεχίζει την πορεία της στην Ευρώπη και θα επαναληφθεί τον Απρίλιο στην Αθήνα. Από τα υπόγεια των Εξαρχείων, σε αλλεπάλληλα sold out στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η πορεία του Δημήτρη Παπαϊωάννου δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, αλλά ήταν πάντα ειλικρινής και φωτισμένη.
«Ζωγραφική είναι ένας τρόπος να βυθίζομαι»
Αυτό οι περισσότεροι ίσως δεν γνωρίζουν είναι ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου γοητεύτηκε από την ζωγραφική πριν στρέψει το ενδιαφέρον του στις παραστατικές τέχνες. Ο 18χρονος τότε απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών αποφασίζει να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχόλη Καλών Τεχνών στο εργαστήρι του Δημήτρη Μυταρά και της Ρένας Παπασπύρου.
Από τα 17 του ήδη τον έχει ξεχωρίσει ο Γιάννης Τσαρούχης και η μαθητεία του κοντά του άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην καλλιτεχνική του πορεία. Η τέχνη όμως ήρθε στη ζωή του μαζί με την ερωτική επιθυμία και τα δύο αυτά είναι που τον αναγκάζουν να φύγει από το σπίτι του σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ο ίδιος στην πορεία έχει εξομολογηθεί ότι αυτή η πάλη με τον πατέρα του και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε τον έκαναν να καταλάβει ακόμα καλύτερα τι είναι αυτό που όριζε η ψυχή του. Να συνειδητοποιήσει για τι είναι γεννημένος και να το ακολουθήσει μέχρι τέλους.
Έτσι η ζωγραφική τον έφερε κοντά στο σκίτσο, δημιουργία που ακολούθησε με μεγάλη αφοσίωση για αρκετά χρόνια. Σκίτσα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Βαβέλ, Παραπέντε, Playboy αλλά και στο Χάος, το περιοδικό που δημιούργησε με τον Αλέξη Μπίστικα.
Η ζωγραφική είναι για εκείνο πάντα το μεγάλο του πάθος. Αν και τον κέρδισε ο χορός, η πιο μύχιες επιθυμίες του ζωντανεύουν πρώτα στο χαρτί. Ο ίδιος έχει δηλώσει το 2023: «Η ζωγραφική για μένα είναι το βύθισμα. Είναι ένας τρόπος να βυθίζομαι. Πριν από τέσσερα χρόνια ξανάρχισα να ζωγραφίζω και όποτε έχω καιρό, ζωγραφίζω με μανία. Και το πρώτο πράγμα που λέω είναι ότι περνάει ο χρόνος χωρίς να το καταλάβω όταν ζωγραφίζω. Αυτό συμβαίνει όταν περνάμε πολύ καλά με αυτό που κάνουμε».
Η Ομάδα Εδάφους αφήνει το στίγμα της
Το 1982 ήρθε στη ζωή του Δημήτρη ο χορός. Παρακολούθησε μαθήματα στο στούντιο της Μαίρης Τσούτη και το 1983 αποτέλεσε βασικό μέλος της ομάδας Ανάλια. Την ίδια χρονιά βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για σπουδές χορού στο στούντιο του Έρικ Χόκινς και στο La Mamma Experimental Theatre Company όπου μελετά την ιαπωνική τεχνοτροπία σύγχρονου χορού Butoh.
Ένα παιδί που μεγάλωσε σε μια μικροαστική οικογένεια της Αθήνας, με γονείς που στερήθηκαν πολλά για να το γράψουν στο Κολλέγιο Αθηνών και που παρόλο που πήρε υποτροφία χρειάστηκε να κάνουν θυσίες για να του δώσουν την καλύτερη δυνατή μόρφωση, βρέθηκε στην απόλυτη ελευθερία της Νέας Υόρκης. Για εκείνον ήταν περίεργο να περπατά σε μια πόλη που δεν έχει ερείπια, που δεν χαρακτηρίζεται από το παρελθόν αλλά από το παρών και το μέλλον της.
Με αυτά τα εφόδια και με κατασταλαγμένη πια την σκέψη ότι θέλει να ασχοληθεί με τον χορό ο Δημήτρης γυρίζει στην Ελλάδα και ιδρύει το 1986 μαζί με την Αγγελική Στελλάτου την Ομάδα Εδάφους. Το φιλότεχνο κοινό της εποχής αγκαλιάζει την προσπάθεια και μπορεί οι θεατές να είναι περιορισμένοι αλλά η ομάδα καταφέρνει να εξελιχθεί, να δημιουργήσει παραστάσεις με έμφαση στα σκηνικά και την υψηλή αισθητική και να ξεχωρίσει.
Σε μια Αθήνα που παλεύει με τον ιό HIV και που θεωρεί χορό μόνο ότι περιλαμβάνει παπουτσάκια μπαλέτου, ο Δημήτρης χάνει αγαπημένους φίλους και συντρόφους, δίνει με το δικό του τρόπο αγώνα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και παράλληλα κάνει παραστάσεις που γνωρίζουν όλο και περισσότερη επιτυχία.
Εκτός από την Ομάδα Εδάφους ο ίδιος σκηνοθετεί μουσικά έργα για το Μέγαρο Μουσικής αλλά και την ελεύθερη σκηνή. Οι καλλιτέχνες όλου του φάσματος τον εμπιστεύονται τυφλά και εκείνος κάνει θαύματα σε μουσικές σκηνές σκηνοθετώντας την Χάρις Αλεξίου και την Άλκηστις Πρωτοψάλτη αλλά και διακοσμώντας το θρυλικό club Εργοστάσιο και το Άτομο.
Και κάπως έτσι από τα υπόγεια ο Δημήτρης κερδίζει μια θέση στο πάνθεον των ελλήνων καλλιτεχνών μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και από τις εναλλακτικές παραστάσεις βρίσκεται στα «μεγάλα σαλόνια». Κάτι που όμως του είναι τελείως αδιάφορο. Εκείνος δημιουργεί το εξαιρετικό «2» και το «Πουθενά». Καταφέρνει πια να γεμίζει τους μεγάλους θεατρικούς χώρους της Αθήνας αλλά εκείνος προτείνει την «Πρώτη ύλη» και δείχνει ότι έχει ακόμα πολλά να δώσει.
Τελευταία φορά στη σκηνή;
Αν η καλλιτεχνική ζωή του Παπαϊωάννου ξεκίνησε από την ανάγκη να ζήσει απόλυτα ελεύθερα σπάζοντας στεγανά και όρια εκείνος με το «ΙΝΚ» δείχνει ότι αναζητά τον εαυτό του ξανά. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε σχεδόν σαστισμένοι πέρυσι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δεν θύμιζε τίποτα από όσα έχουμε δει στη σκηνή.
Το αγόρι που πάλευε με τον εαυτό του και πειραματιζόταν δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη είναι πια σαν ένας ώριμος άνδρας σχεδόν 60 ετών που ψάχνει να βρει το πάθος εκείνου του νεαρού.
Ένας δημιουργός που φέρνει την δική του πρώτη ύλη στη σκηνή του και μοιάζει αδιάφορος για τον τρόπο που θα την αντιμετωπίσει το κοινό. Μοιάζει να είναι εκεί πάνω μόνος του, απόλυτα συνδεδεμένος με το είναι του.
Παλεύει με το νερό, παλεύει με την ύπαρξή του, παλεύει με τον νεαρό εαυτό του, παλεύει με τον έρωτα σε μια χορευτική μάχη χωρίς νικητή.
Το «ΙΝΚ» δεν έχει σενάριο, πλοκή, δομή ή απαντήσεις. Το «ΙΝΚ» είναι εμπειρία και είναι πολύ ελπιδοφόρο ότι το ελληνικό αλλά και το παγκόσμιο κοινό το αντιμετώπισε έτσι και το αποθέωσε σε κάθε του παρουσίαση.
«Είμαι 60 χρονών πλέον. Ήδη κάθε μου παράσταση σημαίνει τεράστιο σωματικό πόνο. Νομίζω αυτή η περιοδεία μου με το ΙΝΚ θα είναι η τελευταία μου φορά στη σκηνή» δήλωσε ο ίδιος πριν λίγους μήνες και οι χιλιάδες θαυμαστές του ελπίζουν απλώς να αλλάξει γνώμη.