Art & Culture

Η (συγκλονιστικά επίκαιρη) άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ

Πρωτοδιάβασα Μπέρτολτ Μπρεχτ στην εφηβεία και ο λόγος του με μάγεψε αμέσως. Χάρη στον Μπρεχτ, συνάντησα λίγο αργότερα τις μουσικές του εξπρεσιονιστή συνθέτη του μεσοπολέμου Κουρτ Βάιλ και τη χαρακτηριστική φωνή της συζύγου του, της περφόρμερ Λόττε Λένυα, καταρχάς μέσα από ένα CD με τη διάσημη «Όπερα της Πεντάρας», την οποία μάλιστα παρακολούθησα, μαθήτρια λυκείου, σε μια (κάτω του μετρίου με βάση τα σημερινά μου κριτήρια) παραγωγή επί σκηνής. Παρά τα προβλήματα εκείνης της μουσικοθεατρικής παράστασης (δεν μπορώ να τη συλλάβω σήμερα ως ανέβασμα όπερας), τα οποία διαπίστωσα μελλοντικά, μελετώντας περισσότερο το έργο τους και ακούγοντας/παρακολουθώντας αμέτρητες άλλες ηχογραφήσεις/μαγνητοσκοπήσεις της, ως όπερας πλέον και όχι ως θερινής αρπαχτής στην Αθήνα των ‘90s, τοποθέτησα το δίδυμο Μπρεχτ-Βάιλ ψηλά στο μυαλό, στο αυτί και στην καρδιά μου.

Well, show me the way to the next whiskey bar

Κάπου στα δεκαπέντε μου χρόνια, πρωτοεπισκέφτηκα και τη φανταστική πόλη Μαχαγκόννυ, τούτη τη φορά χάρη στους Doors και στο σπουδαίο «Alabama Song», που άκουσα αρχικά από τον Jim Morisson, έπειτα από τον David Bowie και τέλος, όταν πια το διαδίκτυο ωρίμασε και μπόρεσε να προσφέρει απλόχερα δωρεάν μουσικές και βίντεο στους χρήστες του, και από τη Λόττε Λένυα.

Οι στίχοι του τραγουδιού που όλοι γνωρίζουμε γράφτηκαν από τον Μπρεχτ ως ποίημα, όπως και άλλα 4 από τα τραγούδια του μελλοντικού έργου, στα γερμανικά το 1925, στη συλλογή «Προσευχητάρι» και μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τη συνεργάτιδά του Ελίζαμπεθ Χάουπτμαν, όπως και οι στίχοι του «Benares Song». Ο Βάιλ τούς μελοποίησε το 1927 για το ημίωρο songspiel «Μαχαγκόννυ», που παρουσιάστηκε στο Μπάντεν-Μπάντεν και μετεξελίχθηκε 2 χρόνια αργότερα, τη χρονιά του αμερικανικού κραχ που τραυμάτισε βαθιά και τη Γερμανία και οδήγησε στην άνοδο του Χίτλερ, σε μια πλούσια, επική πολιτικο-σατιρική τρίπρακτη όπερα διάρκειας δύο ωρών και τίτλο «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», σε λιμπρέτο, προφανώς, του Μπρεχτ.

For if we don’t find the next whiskey bar, I tell you we must die

Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στο Νέο Θέατρο της Λειψίας, τον Μάρτιο του 1930, τότε που στη χώρα των δυο δημιουργών ξεκινούσε να γράφεται η μελανότερη στιγμή της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Το πειραματικό μουσικά έργο, που παρακολουθεί και αποδομεί το περίφημο «αμερικανικό όνειρο», μέσα από τη δημιουργία, την ακμή, την παρακμή και την καταστροφή μιας (αρχικά ονειρεμένης για τους κατοίκους της) πόλης-πλεκτάνης, μιας πόλης της τεμπελιάς, του κέρδους και των ηδονών, στην πραγματικότητα ασκεί μαρξιστική κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως γινόταν αντιληπτό στο ιδεολογικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής Γερμανίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στη Μαχαγκόννυ κανείς δεν παράγει. Μόνο καταναλώνει. Στη Μαχαγκόννυ τίποτα δεν απαγορεύεται. Στη Μαχαγκόννυ μόνο ξοδεύεις· για να απολαύσεις χωρίς όρια. Χρήμα, σεξ, ακολασία. Ένας τυφώνας περνά, μα δεν ακουμπά την πόλη. Ακουμπά, όμως, τους κατοίκους, φέρνοντας στην επιφάνεια την απληστία, τη διαφθορά, τις σχέσεις εξουσίας, τον ατομικισμό, την εκμετάλλευση του αδύναμου –κάθε απάνθρωπο ανθρώπινο στοιχείο. Η μη καταστροφή της Μαχαγκόννυ ήταν αυτή που οδήγησε τελικά στην καταστροφή της.

Η πρεμιέρα διακόπηκε από διαμαρτυρίες υποκινούμενες από τους ναζί. Παρά τις θετικές κριτικές και τις τροποποιήσεις σε κείμενο και σκηνοθεσία, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» παρουσιάστηκε μόνο σε τέσσερις νέες παραγωγές σε γερμανικά θέατρα. H πρεμιέρα του Βερολίνου σημείωσε μεγάλη επιτυχία, η οποία όμως συνοδεύτηκε από την οριστική απαγόρευση της μουσικής του Βάιλ από τους ναζί, λίγο αργότερα. Ειρωνεία της τύχης. Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ, των οποίων η σχέση καταστράφηκε παράλληλα με το ανέβασμα της «Μαχαγκόννυ», κατέφυγαν στην Αμερική για να γλιτώσουν από το Τρίτο Ράιχ…

Σχεδόν 100 χρόνια μετά, η Μαχαγκόννυ χτίζεται στην Αθήνα

Στα χρόνια που πέρασαν, η όπερα των Βάιλ και Μπρεχτ έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 20ού αιώνα παγκοσμίως και συμπεριλαμβάνεται ανελλιπώς στο ρεπερτόριο των μεγαλύτερων λυρικών θεάτρων και φεστιβάλ όπερας. Πώς θα μπορούσε να λείψει, λοιπόν, από την αναγεννημένη Εθνική Λυρική Σκηνή μας;

Όπως αναφέρει στο σημείωμά του ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Γιώργος Κουμεντάκης, Μπρεχτ και Βάιλ χαρακτήρισαν επικές τόσο την «Όπερα της Πεντάρας» όσο και την «Άνοδο και την πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», καθώς είναι η μουσική αυτή που προϋποθέτει το κείμενο, παίρνει θέση και υποδεικνύει τη συμπεριφορά. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι η «Μαχαγκόννυ» ανεβαίνει στην ΕΛΣ ξανά (μετά την πρώτη και ιδιαίτερα επεισοδιακή παραγωγή του 1977, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις παραιτήθηκε από το ΔΣ της ΕΛΣ και από τη διεύθυνση της ορχήστρας) σε μια εποχή όπου όσα πραγματεύεται παραμένουν ανατριχιαστικά επίκαιρα.

Γράφει ο Κουμεντάκης: Στην ουσία σήμερα –ίσως περισσότερο από ποτέ– ο θεατής/ακροατής έχει ουσιαστική ανάγκη να δει και να ακούσει ένα τέτοιο έργο, προκειμένου να συναισθανθεί το βάρος της Ιστορίας, ταυτόχρονα με τη δική του ευθύνη για το μέλλον της ανθρωπότητας. Και έχει απόλυτο δίκιο.

Κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας, το βράδυ της Παρασκευής 12 Απριλίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ, όσο κι αν με είχε παρασύρει η μουσική και οι κινήσεις των εκτελεστών και σχεδόν χόρευα πάνω στο κάθισμά μου, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, αναλογιζόμουν την επανάληψη της Ιστορίας ως τραγωδίας, ως φάρσας και ξανά ως τραγωδίας και ξανά ως φάρσας, δηλαδή ως μια αέναης επανάληψης-δικαίωσης της εμβληματικής φράσης του Μαρξ στην εισαγωγή της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη· έκτοτε, όμως, έχουν καταγραφεί, με μικρές παρεκκλίσεις, τόσα καταστροφικά γεγονότα που πλέον δεν μπορούμε να διακρίνουμε τη φάρσα από την τραγωδία και μάλλον βρισκόμαστε σε υπαρξιακό αδιέξοδο.

Στον 21ο αιώνα, οι επαναλαμβανόμενες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις, η έλλειψη ηθικής παιδείας, η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός, το φάντασμα του ναζισμού (με την ακροδεξιά και τον φονταμενταλισμό να αναγεννιούνται στην τσακισμένη υφήλιο –ιδιαίτερα μετά την πανδημία) και η διαρκής απειλή ενός Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου, που –φευ–μεγιστοποιήθηκε ένα εικοσιτετράωρο μετά την πρεμιέρα της «Μαχαγκόννυ» στην Αθήνα, γελούν ειρωνικά παντού γύρω μας.

Ίσως μόνο μέσα στην τέχνη μπορούμε να βρούμε καταφύγιο και μέσα από την τέχνη μπορούμε να βρούμε χώρο και χρόνο για ουσιαστικά πολιτική σκέψη. Για δράση, δεν τολμώ να μιλήσω ακόμα – πιθανή απόδειξη της αποτυχίας του ανθρώπου να εξανθρωπιστεί, πιθανή απόδειξη της ικανότητας του (ψηφιακού πλέον) καπιταλισμού να αλλοτριώσει ολοκληρωτικά την ανθρωπότητα και να την εγκλωβίσει σε μια επιδεινούμενη παρακμή, συντρίβοντας ίσως για πάντα την ελπίδα ή την αυταπάτη μιας ανόδου που δεν θα οδηγήσει σε πτώση, αλλά σε ισότιμες, εύρωστες κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι θα δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία όπως τους αρέσει, μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι θα επιλέγουν, διαγράφοντας όσες είναι δεδομένες και κληροδοτημένες από το αποτυχημένο παρελθόν.

Σε κάθε περίπτωση, όλα όσα έχει υλοποιήσει ο Γιώργος Κουμεντάκης στο τιμόνι της ΕΛΣ, με τη γενναία στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειάς της, θα έμοιαζαν απίθανα λίγα χρόνια πριν. Έβαλε εξαρχής πολύ ψηλά τον πήχυ και έχει κατορθώσει να τον τοποθετεί ολοένα και ψηλότερα, χωρίς κανένα αποτυχημένο άλμα. Η εμβληματική όπερα των Βάιλ και Μπρεχτ, αμιγώς ελληνική παραγωγή, που κλείνει τη φετινή σεζόν της όπερας στο κτίριο της ΕΛΣ (θα ακολουθήσουν δυο παραγωγές στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών), ήταν αποκάλυψη.

Οι συντελεστές

Οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών και της χορωδίας, το υψηλό επίπεδο της Ορχήστρας της ΕΛΣ με αρχιμουσικό τον Μίλτο Λογιάδη, αλλά και ο συναρπαστικός κόσμος της πόλης Μαχαγκόννυ, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Χουβαρδά, βαθύ γνώστη της γερμανικής θεατρικής σχολής, μας ενθουσίασαν τόσο που τα χέρια μας κοκκίνησαν από το χειροκρότημα και οι φωνητικές χορδές μας ταλαιπωρήθηκαν από τα δυνατά bravi!

Τούτο το αριστούργημα του 20ού αιώνα πήρε μορφή μπροστά στα μάτια μας, μέσα από το σκηνικό σύμπαν που οραματίστηκε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες θεατρικούς σκηνοθέτες, αναδεικνύοντας τον διαχρονικό χαρακτήρα του αιχμηρού, οδυνηρά σαρκαστικού, πολιτικού κειμένου του Μπρεχτ και τις μοναδικές ατμόσφαιρες της μουσικής ή μάλλον των μουσικών του Βάιλ. Διότι ο συνθέτης, όπως ήταν σύνηθες στις αρχές του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο της συνομιλίας της κλασικής με την «εμπορική» μουσική, χωρίς να αυτοπεριορίζεται από τη διάκριση υψηλής και μαζικής (popular) κουλτούρας, πειραματίστηκε με διάφορα ετερόκλητα είδη, όπως η τζαζ, οι μουσικές του καμπαρέ και το ράγκταϊμ, τα οποία ενσωματώνει στη γλώσσα του έργου, δημιουργώντας μια αριστοτεχνικά υφασμένη crossover μουσικοδραματική πανδαισία.

Ο Χουβαρδάς έχτισε σε μια πολιτική ανάγνωση την προσωπική του ουτοπική πόλη, που φαινομενικά ακμάζει, αλλά ουσιαστικά είναι a priori καταδικασμένη σε παρακμή, μια πόλη με τραγική κατάληξη, που αναπόφευκτα ακολούθησε την επίπλαστη αρχική ευφορία των κατοίκων που τη δημιούργησαν –ποιος επιβιώνει άπρακτος, μόνο με λαιμαργία, ακολασία, πάλη και πιοτό; Σ’ έναν τόπο όπου η δικαιοσύνη δεν είναι τυφλή και όπου σχεδόν όλοι –μέσα στα συντρίμμια αχνοφαίνεται μια υποψία αισιοδοξίας– ενδιαφέρονται για το προσωπικό και όχι το κοινωνικό συμφέρον. Σ’ έναν τόπο όπου οι κάτοικοι δολοφονούν συμβολικά τον ίδιο τον Θεό. Όπως στρώσει κανείς, έτσι θα κοιμηθεί, γράφει ο Μπρεχτ…

O σκηνοθέτης σημειώνει για την παραγωγή: Ας ξεκινήσουμε επιτέλους για το Μαγαγκόννυ, τη χρυσή πόλη των ονείρων μας, που εκτείνεται στις Ακτές της Παρηγοριάς μακριά από τη βουή του κόσμου. Εδώ στο Μαχαγκόννυ η ζωή είναι υπέροχη. Ακόμα και στο Μαχαγκόννυ όμως, υπάρχουν στιγμές αγανάκτησης και απελπισίας. Ήρθε η ώρα για να απαντήσουμε με συντριβή στα ερωτήματα του Θεού για την αμαρτωλή ζωή μας. Το υπέροχο Μαχαγκόννυ γίνεται σκόνη και αφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Στον επικό, φαντασμαγορικό και απολύτως κατασκευασμένο κόσμο των Μπρεχτ-Βάιλ, ο παγκόσμιος καπιταλισμός χορεύει φορώντας τις μπότες με τα σπιρούνια των πιονιέρων του Τέξας και κρατώντας τα μακρύκαννα περίστροφα των πιστολέρο της Άγριας Δύσης. Και όταν τραγουδάει, δανείζεται την αρρενωπή φωνή του Τζων Γουέιν και την ντελικάτη άχνα των κοριτσιών που ξημεροβραδιάζονται στα μεθυσμένα σαλούν».

Η συνεργάτιδα σκηνοθέτρια του Χουβαρδά Έμιλυ Λουίζου και η συνεργάτιδα δραματουργός Έρι Κύργια συνέβαλαν στην απόλυτα επιτυχημένη υλοποίηση του σκηνοθετικού οράματος. Τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια υπέγραψαν η Εύα Μανιδάκη και η Ιωάννα Τσάμη αντίστοιχα, τη χορογραφία-κινησιολογία η Αμάλια Μπένετ (δυο μέρες μετά συνεχίζω να ακολουθώ με το σώμα μου τους βαϊλικούς ρυθμούς στους οποίους είμαι ακόμα βυθισμένη) και τους φωτισμούς ο Ράινχαρντ Τράουμπ. Τα βίντεο δημιούργησε ο Παντελής Μάκκας, ενώ ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ανέλαβε την επί σκηνής live κινηματογράφηση.

Στον τελευταίο αξίζει ιδιαίτερη μνεία, γιατί έφερε εις πέρας άριστα τις παράτολμες σκηνοθετικές οδηγίες, ελισσόμενος διαρκώς σαν αίλουρος επί σκηνής, αποτυπώνοντας επιλεγμένες λεπτομέρειες που προβάλλονταν ως εντυπωσιακά ασπρόμαυρα πλάνα πάνω στα γκρίζα, αλά Φριτς Λανγκ, κτίρια της πόλης –ένας φόρος τιμής στο εξίσου επικό και ανθρωπιστικό «Metropolis». Εν τέλει, ο κινηματογραφιστής απέκτησε έναν καταλυτικό ρόλο-εφεύρεση του Χουβαρδά, που απογείωσε τη συνολική εμπειρία.

Η διανομή του έργου με τους σπουδαίους Έλληνες μονωδούς κέρδισε επίσης τις εντυπώσεις. Οι Άννα Αγάθωνος, Χρήστος Κεχρής, Τάσος Αποστόλου, Μαρισία Παπαλεξίου, Βασίλης Καβάγιας, Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός και Γιάννης Γιαννίσης ανταποκρίθηκαν με μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στις φωνητικές απαιτήσεις αυτού του μουσικά πολύπλευρου και γεμάτου προκλήσεις έργου, αλλά και στις αυξημένες υποκριτικές απαιτήσεις της σκηνοθεσίας –τους θαύμασα όλους ανεξαιρέτως. Τη διανομή συμπλήρωσαν τα εντυπωσιακά και αεικίνητα «έξι κορίτσια» Μαρία Μητσοπούλου, Ήρα Ζέρβα, Λιουντμίλα Μπονταρένκο, Αντωνία Δεσπούλη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ και Μάγδα Τζαβέλλα.

Υπό την καθοδήγηση του αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη, η Ορχήστρα της ΕΛΣ εκτέλεσε με μοναδική ακρίβεια την παρτιτούρα του Βάιλ, ενώ η Χορωδία της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, σημείωσε εξαιρετική επίδοση, σε μια παράσταση όπου της δόθηκε ο χώρος και ο χρόνος να αναδείξει την πληρότητά της ως καλοδουλεμένου συνόλου.

Τέλος, ειδική μνεία αξίζει στον νεαρό αφηγητή του έργου και μέλος της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ Ανμάρ Ιμπραήμ Τζάσιμ Μοχάμεντ Αλ Γάνιμι, που με τις φρέσκες παρεμβάσεις του στα ελληνικά (δεν ξένισε, άλλωστε η όπερα αυτή ενέταξε αγγλόφωνα songs μέσα στο γερμανικό λιμπρέτο) έδινε στο κοινό μικρές ανάσες από τον καταιγιστικό ρυθμό της παράστασης για σκέψη και για αυτοκριτική. Γιατί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλοι μας, ανόητα αυτοκαταστροφικοί, ζήσαμε, ζούμε ή θα ζήσουμε παγιδευμένοι στην προσωπική μας, παντελώς αθεμελίωτη, Μαχαγκόννυ, μολονότι γνωρίζουμε πως είναι ετοιμόρροπη. Γιατί να είσαι άνθρωπος όταν μπορείς να είσαι πετυχημένος; ειρωνευόταν ο Μπρεχτ. Δεν έχω απάντηση, μα μόνο στίχους: Oh, moon of Alabama we now must say goodbye, we’ve lost our good old mama and must have whiskey, oh, you know why…

Υ.Γ. Γιώργο Κουμεντάκη, να περιμένουμε την επόμενη σεζόν την «Όπερα της Πεντάρας»;

Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ

Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ

12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024

Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ

Η Πελιώ Παπαδιά είναι επικοινωνιολόγος, ΜSc Πολιτισμικές Σπουδές και Ανθρώπινη Επικοινωνία. Μέχρι το 2011, εργάστηκε ως ερευνήτρια και καθηγήτρια Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Ε.Κ.Π.Α. σε ΙΕΚ, ΚΕΚ και στη Σχολή Σταυράκου. Έκτοτε δημοσιογραφεί, μεταφράζει, διορθώνει και επιμελείται κείμενα. Και διαβάζει μανιωδώς.
X