Και πάνω που νομίζεις ότι θα διαβάσεις ένα ακόμα tribute για τον Μίλαν Κούντερα, αποφασίζω να σε βάλω σε ένα άλλο σκηνικό που το ζεις καθημερινά, στο κέντρο της πόλης με 40 βαθμούς, σώματα να μην αντέχουν ούτε μισό χιλιοστό υφάσματος ή ακόμα και την υποψία τριβής και τα περιστέρια να έχουν πέσει ακόμα κι αυτά σε μια κατατονία γεμίζοντας το Σύνταγμα με ανυπόφορα γουργουρητά που λες κι ανεβάζουν τη θερμοκρασία.
Εκεί είναι που εύχεσαι να γίνεις φάντασμα, αόρατος, να μπορούσες να διασχίσεις τη γη ή έστω τη χώρα ή τέλος πάντων τον δρόμο μέχρι απέναντι και να μπεις έστω και με τα ρούχα στο σιντριβάνι. Τότε καταλαβαίνεις πόσο μοιάζεις στον νεκρό συγγραφέα που ευχόταν το ίδιο πράγμα, λέγοντας σε ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στον Κάφκα, πως ήταν όνειρο ζωής του να γράφει με ψευδώνυμο. Να κρύβει τις φιλοσοφικές του ανησυχίες και το αναγνωρίσιμο ύφος του πίσω από ένα όνομα διαφορετικό από αυτό που τον έκανε παγκόσμια γνωστό και περίπλοκα αγαπητό.
Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων του είναι λες και καρφιτσώνονται στα καθημερινά στιγμιότυπα ή σε Instagram stories. Βλέπουμε: «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» κι από κάτω φωτογραφία μέσα από φινιστρίνι αεροπλάνου με τα φώτα από κάποια πόλη της Κεντρικής Ευρώπης. Εξάλλου ο Κούντερα αν μη τι άλλο και δεινός δοκιμιογράφος ανέπτυξε στο κείμενό του «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», την έννοια της Κεντρικής Ευρώπης, όπου συμπεριλαμβάνει την Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, πιθανόν και την Αυστρία. Η ιδέα του ήταν πως τα μικρότερα έθνη έχουν τεράστια συμβολή στην ιστορία της Ευρώπης, ενώ κουβαλούν μια βαρυσήμαντη κουλτούρα, πράγμα που πρέπει εν τέλει να αναγνωριστεί.
Σε επόμενο post ο τίτλος γράφει: «Το αστείο» και υπότιτλο τα λόγια του πρωταγωνιστή που στέλνει ως αστείο στην κοπέλα που φλερτάρει «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού! Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία». Το σαρκαστικό και πικρό χιούμορ του Κούντερα σε συνδυασμό με θέματα της ελευθερίας της έκφρασης, της πολιτικής διαπαιδαγώγησης και του ελέγχου, της εξουσίας και φυσικά του έρωτα, με φόντο τον λαϊκό πολιτισμό, δεν στάθηκαν ικανά να του χαρίσουν ένα Νόμπελ, μένοντας να μας κάνει κι εμάς να αναρωτιόμαστε μαζί με τον ήρωα του βιβλίου «Κι αν σκαρώνει και η Ιστορία αστεία;»
Ο συγγραφέας που ξεκίνησε Τσέχος, αλλά κατέληξε Γάλλος, αγαπάει την ασημαντότητα και τη γιορτάζει στο η «Γιορτή της ασημαντότητας». Η υφολογική του ειρωνεία δεν εγκαταλείπεται, ενώ τα μοτίβα της ρηχότητας, του σχετικού και του φευγαλεου επαναλαμβάνονται σε ένα παιχνίδι της μυθοπλασιας, όπου φαντασία και μαγεία ΄δενουν απόλυτα. Φυσικά κι εδώ φαίνεται η τάση του να γίνει μια στροφή προς αυτό που φαίνεται θεωρητικά ασήμαντο, όπως ομολογεί μέσα από το στόμα των πρωταγωνιστών του για τον κόσμο: «Μόνο μια μορφή αντίστασης ήταν εφικτή: να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά»
Όλως παραδόξως η «Αθανασία» είναι κάτι που όχι μόνο φιλοσόφησε ορθά για αυτήν ο Κούντερα, αλλά και την κέρδισε, «διαβαίνοντας το όριο της φήμης», βάζοντας το δοκιμιακό ύφος στα μυθιστορήμτά του, στηλιτεύοντας τον ρομαντισμό ως κιτς, αλλά διατηρώντας ακέραιο τον ηδονισμό.
Η βόλτα στο έργο του μεγάλου συγγραφέα δεν τελειώνει με τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του την Τρίτη 11 Ιουλίου, στην ηλικία των 94 χρόνων. Εξάλλου, «απεχθάνομαι ν’ ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου που μου υπενθυμίζουν αδιάκοπα ότι ο χρόνος της ζωή μου είναι μετρημένος», δήλωνε.
Φυσικά, κάθε σελίδα που γυρνάει στις στάσεις του μετρό, στους πάγκους με τα μεταχειρισμένα βιβλία, στις παραλίες και κάθε quote που ανεβαίνει στο Instagram είναι λες και του δίνουν έναν ακόμα χτύπο.
Βέβαια, αν απαντούσε σε αυτήν την δήθεν νεκρολογία ο ίδιος θα έλεγε μάλλον:
«Αηδίες!
Ο χρόνος έγινε για να κυλάει
οι έρωτες για να τελειώνουν
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο…»**
*Το αντίθετο από την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» του Μίλαν Κούντερα.
** Τάσος Λειβαδίτης «Η 25η ραψωδία της Οδύσσειας».