Ο Μάνος Ξυδούς έζησε μέσα στη μουσική που τόσο αγαπούσε και κυριολεκτικά τα έκανε όλα. Υπήρξε κλητήρας στη δισκογραφική εταιρεία Columbia, παραγωγός εμβληματικών ελληνικών δίσκων, μέλος των Dreamer and the Full Moon και φυσικά η ψυχή των Πυξ Λαξ.
Ο άνθρωπος που έδωσε σάρκα και οστά στην προσπάθεια του Μπάμπη Στόκα και του Φίλιππου Πλιάτσικα, που τους έδωσε ταυτότητα και αργότερα ανέβηκε μαζί τους στη σκηνή, έζησε μια ζωή ακριβώς όπως την ήθελε. Ακολούθησε μόνο το ένστικτό του, ήταν πάντα ειλικρινής και ήταν από αυτούς που επέμειναν στη διάλυση της μπάντας όταν ένιωσε ότι δεν υπήρχε πια έμπνευση, παρόλο που το κοινό τους είχε γιγαντωθεί.
Ο Μάνος Ξυδούς έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 13 Απριλίου του 2010. Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 57 ετών, παίζοντας μουσική. Κατά τη διάρκεια μαγνητοσκοπημένης εκπομπής ο Μάνος, ο οποίος είχε χρόνια προβλήματα με την καρδιά του, ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο και έσβησε σε λίγα λεπτά, προκαλώντας σοκ στους παρευρισκόμενους.
Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη σε όλο το μουσικό στερέωμα. Κλισέ φράση, που όμως στην περίπτωση του Μάνου ισχύει απόλυτα. Ένας καλλιτέχνης που όλοι αγαπούσαν, ένας παραγωγός που είχε βοηθήσει πολλά συγκροτήματα, ένας άνθρωπος που έβλεπε μπροστά, που έφερε στην Αθήνα τον Μίλτο Πασχαλίδη και εκτίμησε πρώτος τον Γιάννη Χαρούλη. Ο Μάνος Ξυδούς φυσικά δεν σταμάτησε να δημιουργεί ούτε κατά τη διάρκεια ούτε μετά το τέλος των Πυξ Λαξ. Δίσκους με την υπογραφή του αλλά και προσωπικές του δουλειές απολαύσαμε αρκετές, με σημείο αναφορά τον δίσκο που έφτιαξε για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου «Προσέχω δυστυχώς» το 2002.
Λίγους μήνες πριν από εκείνο το μοιραίο απόγευμα είχα συναντήσει τον Μάνο για τις ανάγκες μιας συνέντευξης που έμελλε να ήταν από τις τελευταίες που έδωσε. Μαζί με τον συνάδελφο Θάνο Τριανταφύλλου βρεθήκαμε μαζί του σε ένα καφέ στην Καλλιθέα και τα όσα μας εκμυστηρεύτηκε γράφτηκαν στη συνέντευξη με τίτλο «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» που κυκλοφόρησε με τη free press εφημερίδα «Metropolis».
Η παραγωγή στον Σιδηρόπουλο και οι Κατσιμιχαίοι
Τα πιο ενδιαφέροντα βέβαια τα κρατήσαμε για εμάς. Κυρίως το ζεστό βλέμμα του Μάνου, την ειλικρίνεια σε όλες τις απαντήσεις του, την πρόθεσή του να μιλήσει για όλους και την απλότητα με την οποία αντιμετώπιζε σχέσεις και συνεργασίες όπως αυτή με τους αδερφούς Κατσιμίχα και τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Ήταν μόλις 25 ετών όταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος ζήτησε να κάνει αυτός παραγωγή στον δίσκο «Φλου» και παρόλο που, όπως λέει, η συμβολή του ήταν να λέει μόνο τι του αρέσει και τι όχι, δεν παύει να έχει συμμετάσχει σε μια δουλειά που καθόρισε την ελληνική μουσική σκηνή.
«Πήγα στην Columbia στην αρχή ως υπάλληλος. Η πρώτη επαφή μου με στούντιο έγινε στον δίσκο “Φλου” του Παύλου Σιδηρόπουλου. Εγώ τότε ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές στην εταιρεία, ο Παύλος ερχόταν και συζητούσε με τον Σαραντή για τον δίσκο και με είχε συμπαθήσει. Όταν ήρθε η ώρα να μπει στο στούντιο ζήτησε εμένα για παραγωγό, παρόλο που δεν ήξερα πολλά πράγματα. Μου είπε: “Θέλω να ακούς και να μου λες αν κάτι σου αρέσει ή όχι. Τίποτα άλλο”. Έτσι ξεκίνησα με τον Παύλο και μετά ήρθαν τα υπόλοιπα» θυμάται ο Μάνος σε εκείνη τη συζήτηση.
Ανάλογη ήταν η σχέση τους και με τους Κατσιμιχαίους. Εκείνος ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε όσο κανείς στα δύο αδέρφια όταν προσπαθούσαν να κυκλοφορήσουν τον δίσκο «Ζεστά ποτά». Αν και τα τραγούδια παίζονταν πολλά χρόνια σε μικρές σκηνές της Αθήνας, οι εταιρείες απέρριπταν τον δίσκο ως μη εμπορικό. Ο Μάνος Ξυδούς αν και υπήρξε παρών σε ακόμη μία τέτοια άρνηση, ξεκαθάρισε τη θέση του και τόνισε πως «Αν ήταν στο χέρι μου, ο δίσκος θα έβγαινε αύριο».
Ο δίσκος βγήκε τελικά λίγο καιρό αργότερα με την υποστήριξη του Μανώλη Ρασούλη, αλλά οι Κατσιμιχαίοι δεν ξέχασαν ποτέ την καλή πρόθεση του Μάνου και του αφιέρωσαν στο οπισθόφυλλο του δίσκου τον «Φάνη».
«Τα παιδιά είναι ένα χρόνο πιο μεγάλοι από μένα. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο στους Αγίους Αναργύρους αλλά δεν γνωριζόμασταν τότε. Τα παιδιά έφυγαν κάποια στιγμή και έμειναν στο Μπραχάμι και ξαναβρεθήκαμε ύστερα από πολλά χρόνια. Είχαν σε μια κασέτα τα “Ζεστά ποτά” και προσπαθούσαν να τα κυκλοφορήσουν. Τελικά ο δίσκος, που έγινε σημείο αναφοράς τους, βγήκε με επιμονή του Ρασούλη» αναφέρει ο Μάνος.
Το τεράστιο κεφάλαιο Πυξ Λαξ
Αν δεν υπήρχε ο Μάνος Ξυδούς, τα πράγματα στην ελληνική δισκογραφία θα ήταν σίγουρα διαφορετικά. Και αν οι συνεργασίες που αναφέρθηκαν ήδη δεν το κάνουν σαφές, η ιστορία των Πυξ Λαξ σίγουρα το επιβεβαιώνει. Κανείς δεν ξέρει πώς θα είχε εξελιχθεί η πορεία του Μπάμπη Στόκα και του Φίλιππου Πλιάτσικα αν δεν βρισκόταν στη ζωή τους ο Μάνος Ξυδούς και φυσικά κανείς δεν γνωρίζει πώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα αν ζούσε.
Τον θάνατό του ακολούθησαν πολλές φήμες για κακή σχέση μεταξύ των μελών της μπάντας, για διαφωνία του στην επανένωσή τους και για διαφορετική οπτική των τριών πάνω στην εμπορική εκμετάλλευση των τραγουδιών. Αυτά όμως είναι εικασίες που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν. Εδώ ας μείνουμε στα γεγονότα.
Ο Μπάμπης Στόκας και ο Φίλιππος Πλιάτσικας ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 να παίζουν μουσική στις γειτονιές των δυτικών προαστίων με το όνομα Παναγία Βόηθα. Η νεανική τους ορμή και η όρεξή τους για μουσική τους οδηγεί στα γραφεία δισκογραφικών εταιρειών και για μεγάλη τους τύχη στον Μάνο Ξυδούς.
Ο Μάνος με την οξυδέρκεια και τη βαθιά γνώση της ροκ μουσικής συμπαθεί αμέσως τα δυο παιδιά και αποφασίζει να αναλάβει την πορεία τους με το όνομα Πυξ Λαξ, το οποίο οφείλεται στον Δημήτρη Φεργάδη.
Ο πρώτος δίσκος ήρθε το 1990 με τίτλο «Τι άλλο να πεις πιο απλά» και πρώτο τραγούδι το Με στέλνεις. Η αρχή έμοιαζε ενδιαφέρουσα, ωστόσο το Πούλα με της δεύτερης δουλειάς τους «Ζόρικοι καιροί», που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα, ήταν αυτό που έκανε περισσότερη αίσθηση σε ραδιοφωνικούς παραγωγούς και ακροατές.
Το μεγάλο μπαμ με τους Πυξ Λαξ έγινε το 1993 και οφείλεται σε ένα λαϊκό τραγουδιστή. Μια συνεργασία για την οποία άκουσαν σκληρή κριτική αλλά άφησε ένα υπέροχο τραγούδι στο ελληνικό πεντάγραμμο. Το Άσ’ τη να Λέει με τη φωνή του Βασίλη Καρρά στον δίσκο «Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί» κάνει το συγκρότημα ευρέως γνωστό. Και τότε είναι που μπαίνει ενεργά στη δημιουργία των κομματιών ο Μάνος Ξυδούς και όλα αλλάζουν. Οι «πρίγκιπες» κάνουν πολύ μεγάλη επιτυχία και άνθρωποι όλων των ηλικιών ψάχνουν να μάθουν γι’ αυτή την αντροπαρέα που γράφει ωραίες μπαλάντες και δυναμικά ροκ κομμάτια.
Ο τέταρτος δίσκος τους γίνεται πλατινένιος και τραγούδια όπως το Μπορεί, το Δεν θα Δακρύσω Πια για Σένα και το Τι Είναι Αυτό που μας Χωρίζει ακούγονται από όλα τα ραδιόφωνα.
Χρυσά χρόνια μέχρι το «διαζύγιο»
Από τότε και μετά η πορεία του συγκροτήματος είναι συνεχώς ανοδική. Από το 1996, χρονιά που κυκλοφόρησαν τον δίσκο «Ο μπαμπούλας τραγουδάει μόνος τις νύχτες», μέχρι το 2004, όταν ανακοίνωσαν ότι θα διαλυθούν, μεσολάβησαν οχτώ χρυσά χρόνια.
Συνεχόμενες επιτυχίες, χιλιάδες θαυμαστές, εκατοντάδες πωλήσεις και συνεργασίες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν οι φίλοι από τους Αγίους Αναργύρους.
Η δεκαετία του 2000 βρίσκει στους Πυξ Λαξ στο απόγειο της καριέρας τους. Το 2001 κυκλοφορούν «Τα δοκάρια στο γρασίδι περιμένουν τα παιδιά» και δυστυχώς τα προβλήματα είναι πια φανερά. Ο Πλιάτσικας αναλαμβάνει μεγάλο μέρος των ερμηνειών, ο Στόκας κυκλοφορεί παράλληλα την πρώτη προσωπική του δουλειά και η ρήξη έχει αρχίσει.
Διαφωνίες για το ύφος των κομματιών, διεκδικήσεις ρόλων αλλά και όνειρα για προσωπική καριέρα από Πλιάτσικα και Στόκα αναζωπυρώνουν τις συζητήσεις για «διαζύγιο».
Το 2000 κυκλοφόρησε το «Από εδώ κι από εκεί» που περιλαμβάνει τις περισσότερες παλαιότερες συνεργασίες τους και το 2003 το «Χαρούμενοι στην πόλη των τρελών» με σπουδαίες συμμετοχές, μεταξύ άλλων και του Έρικ Μπάρτον από τους Animals.
Το 2004 ανακοινώνεται και επίσημα το τέλος του συγκροτήματος, που στην ουσία δεν ήρθε ποτέ.
«Τον τελευταίο καιρό είχαμε βολευτεί»
Ο ίδιος ο Μάνος Ξυδούς δίνει τη δική του διάσταση τόσο για την επιτυχία όσο και για διάλυση της μπάντας, χωρίς να ρίχνει ευθύνες και να κατηγορεί κανέναν.
«Από εμπορικής άποψης, όπως και να το κάνουμε, είναι η πιο επιτυχημένη μπάντα που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Οι Πυξ Λαξ ποτέ δεν φοβήθηκαν την έκθεση. Δεν βγήκαν ποτέ στη σκηνή να πουν κάτι που δεν ήξεραν. Βγήκαν να πουν αυτό που ήξεραν. Τα τρία ακόρντα με τις παραπλήσιες μελωδίες και τα τραγούδια που μπορεί να έμοιαζαν μεταξύ τους, αλλά αυτό δεν σε χάλαγε. Μπορούσε κάλλιστα ένα παιδί να κάτσει στην παραλία με την κιθάρα του και να παίξει στην κοπέλα του τα τραγούδια μας.
Δεν υπήρχαν μυστικά ούτε μυστική συνταγή. Η συνταγή είναι μία: η τύχη. Διότι η συγκυρία της στιγμής παίζει μεγάλο ρόλο, γιατί αν κάτσεις και αναλογιστείς πόσοι άνθρωποι έχουν φάει όλη τους τη ζωή στη μουσική και δεν έχουν πάρει ακόμη μεροκάματο, θα σε πιάσει τρέλα».
Ειλικρινής και με λόγια καρδιάς, ο Μάνος δεν ξέχασε ποτέ την αγάπη του κοινού για τα τραγούδια τους και είναι σίγουρο ότι θα ήταν πολύ περήφανος αν έβλεπε τους σημερινούς πιτσιρικάδες να τα τραγουδάνε με μανία. Τι δεν πήγε όμως καλά και διαλύθηκαν οι Πυξ Λαξ; Η απάντηση από τον ίδιο:
«Τον τελευταίο καιρό δεν υπήρχε δημιουργία και, για να το πω τελείως λαϊκά, είχαμε βολευτεί. Και το συναισθηματικό αλλά και το βόλεμα της επιβίωσης σου φέρνουν αδράνεια. Και όταν έχεις να κάνεις με ομάδα, το πράγμα γίνεται πολύ δύσκολο. Φανταστείτε ότι το “Χαρούμενοι στην πόλη των τρελών” κόστισε μια περιουσία και είναι ο λιγότερο εμπορικός μας δίσκος. Γιατί τον κάναμε μόνο εγκεφαλικά. Αυτή ήταν και η τιμωρία μας. Αυτός ήταν και ο λόγος που σταματήσαμε. Γιατί ο κόσμος ποτέ δεν μας αγνόησε, αλλά θα το έκανε αν συνεχίζαμε λίγο ακόμη».