Art & Culture

Ο Καζαντζίδης βρήκε τον… Μάστορα του στον κινηματογράφο

Η βιογραφία για τον θρύλο του Στέλιου Καζαντζίδη, «Υπάρχω», που υπογράφει ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και έκανε πρεμιέρα εχθές, αποτελεί ακόμη ένα στοίχημα για τους παραγωγούς της, έπειτα από την τεράστια, προ πενταετίας, εμπορική επιτυχία που γνώρισαν με την «Ευτυχία».

Λίγα λόγια για το «Υπάρχω»

Ένα βιογραφικό δράμα, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με τους Χρήστο Μάστορα, Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρη Καπουράνη, Γιώργο Καραμίχο, Γιώργο Γιαννόπουλο, Γιάννη Εγγλέζο, Άννα Συμεωνίδου, Γιώργο Γάλλο κα.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι κάτι περισσότερο από ένας μύθος. Αν – κατά τον μέγιστο Γιάννη Τσαρούχη, «ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό», ο «Στελάρας» είναι η φωνή που μας συνέδεσε με τις ρίζες και παρηγόρησε μελωδικά τα βάσανά μας. Ακόμη και σήμερα, που ο Έλληνας έχει μάθει να διασκεδάζει με σουξέ του ενός μήνα, να χορεύει λάτιν ή τα «αμερικάνικα» και να αποτελεί μέρος μίας παγκοσμιοποιημένης διασκέδασης, ακολουθώντας τα κυρίαρχα ρεύματα και τις εμπορικές επιδιώξεις πολυεθνικών υπερδυνάμεων της μουσικής βιομηχανίας, όταν θα ακούσει ένα λυγμό του Καζαντζίδη, θα ξαναβρεί αμέσως τις ρίζες του, θα νιώσει μία ευεργετική συγκίνηση, θα ανατριχιάσει, θα κλάψει.

Το δύσκολο στοίχημα

 Η προσπάθεια να μεταφερθεί η ζωή του στο σινεμά, μοιάζει με δύσκολο στοίχημα, καθώς ο Καζαντζίδης παραμένει ένα φαινόμενο μοναδικό και ταυτόχρονα ένας καλλιτέχνης, που, πέρα από τη θεϊκή φωνή, είχε και μία προσωπικότητα σφυρηλατημένη στις δυσκολίες της ζωής, σε άμεση επαφή με την ελληνική κοινωνία και το κυριότερο περιφρόνησε το χρήμα και τη δόξα. Ένας θρύλος που δεχόταν χτυπήματα από παντού και προσπάθησαν να αλλοιώσουν την προσωπικότητά του και παρά ταύτα δεν έχασε ποτέ την απλότητα και την ανθρωπιά του.

 Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, απ’ την άλλη, είναι ένας κινηματογραφιστής, με μεγάλη προσφορά στον νέο ελληνικό κινηματογράφο, που αγαπάει το λαϊκό σινεμά και το υπηρετεί με κομψότητα και πάθος και μοιάζει ως η άψογη επιλογή να αποπειραθεί τη βιογραφία του κορυφαίου τραγουδιστή.

 Έτσι, μετά την τεράστια εμπορική επιτυχία της «Ευτυχίας», ακόμη μία βιογραφία ενός επιδραστικού προσώπου στο ελληνικό τραγούδι, όπως αυτού της Παπαγιαννοπούλου, μίας ταινίας άνισης και με αρκετές αστοχίες, μεταξύ των οποίων και η διασκευή των τραγουδιών, οι παραγωγοί της προχωρούν, με τον Τσεμπερόπουλο, που γνωρίζει το είδος και το μέγεθος της ιστορίας, στη βιογραφία του Καζαντζίδη, σκεπτόμενοι προφανώς και εμπορικά.

Ο Τσεμπερόπουλος, που δεν υποτιμά – και σωστά – την εμπορικότητα του κινηματογράφου, δεν χάνει την προσήλωσή του στο καυτό θέμα που έχει να χειριστεί, δεν κάνει μία αγιογραφία ή μια σύνοψη της Wikipedia, επικεντρώνεται στην εποχή της δόξας του Καζαντζίδη, μέσω μίας εξομολόγησης του ιδίου με πολλά φλας μπακ, πριν σταματήσει τις εμφανίσεις του και παρά το σχετικά επιφανειακό σενάριο, προσπαθεί άλλες φορές πετυχημένα, άλλες όχι και τόσο, να φτάσει στην ψυχή του λαοφιλούς τραγουδιστή, να αναδείξει τον άνθρωπο πίσω από τον θρύλο.



Θα σταθεί στην ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, τις δυσκολίες που συνάντησε από παιδί, τον εμφύλιο, την καταραμένη φτώχεια που χτυπούσε σχεδόν κάθε ελληνικό σπίτι, όπως και την ξενιτιά και το δύσκολο και άκρως επικίνδυνο κόσμο της νύχτας. Και ακόμη τις γυναίκες της ζωής του, τις τρικυμιώδεις σχέσεις του με τις δισκογραφικές εταιρείες, την αγάπη του για το ψάρεμα και τη θάλασσα, εκεί που αισθανόταν ελεύθερος και φυσικά την απόφασή του να εγκαταλείψει τις χρυσοφόρες εμφανίσεις του στην ακμή της σταδιοδρομίας του.

Από την οθόνη θα παρελάσουν, όπως είναι λογικό, προσωπικότητες και πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του, αλλά και γεγονότα, που σημάδεψαν τον χαρακτήρα του, τις φοβίες του και τις εκρήξεις του, καθώς και τις καθοριστικές αποφάσεις του. Γεγονότα, που σήμερα είναι λίγο πολύ γνωστά, αλλά δεν παύουν να εξάπτουν την περιέργεια, ειδικά του νεότερου κοινού και να ζωντανεύουν μνήμες στους παλαιότερους.

 Ένα φιλμ, που μας επαναφέρει ως ένα σημείο στο αυθεντικό λαϊκό σινεμά και τη συγκίνηση, παραπέμποντας, ίσως και εσκεμμένα ορισμένες φορές, στα μελοδράματα της δεκαετίας του ’60 και του Νίκου Ξανθόπουλου και που μας θυμίζει νοσταλγικά μια ξεχασμένη σήμερα Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα η φροντισμένη παραγωγή – κοστούμια, σκηνικά, μακιγιάζ κλπ – βοηθά σε μεγάλο βαθμό στην ανασύσταση του κλίματος της εποχής. Αν συνυπολογίσουμε ότι αυτή τη φορά, σε σχέση με την «Ευτυχία», υπάρχει και χώρος και για το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής και πως η διασκευή των κλασικών τραγουδιών είναι πιο κοντά στις πρωτότυπες εκτελέσεις, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, αν μη τι άλλο, είναι μία έντιμη και εγκάρδια απόπειρα να μας φέρει η ταινία κοντά και στον Στέλιο και στον μύθο Καζαντζίδη.

   ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ιστορία ενός παιδιού μιας οικογένειας προσφύγων του Πόντου, που κατάφερε να επιβιώσει χάρη στο τεράστιο ταλέντο του και κόντρα σε κάθε κοινωνική και προσωπική δυσκολία και να γίνει ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού.

Διαβάστε ακόμη: Δημήτρης Ήμελλος: Στο σανίδι μέχρι την τελευταία του πνοή ο ακούραστος «εργάτης» της τέχνης

X