Δίπλα δίπλα τους φαντάζομαι. Γεώργιος Σεφεριάδης και Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Να σχολιάζουν τη συγκίνηση που ένιωσαν όταν πήραν το Νόμπελ Λογοτεχνίας, οι μοναδικοί δύο Έλληνες βραβευμένοι με αυτό το τόσο σημαντικό βραβείο – και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι αν το είχαν ανάγκη. Ο Σεφέρης – που η τουρκική παραφθορά του ονόματός του σημαίνει ταξιδιώτης, στο λόγο που εκφώνησε εκείνη τη μεγάλη βραδιά στη Σουηδία έφτασε σε μια σημαντική συνειδητοποίηση:
«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται».
Έθεσε έτσι απλά στο επίκεντρο τον άνθρωπο, σε καιρούς ταραγμένους, τόλμησε να μιλήσει για την αγάπη, που… «δὲν ἦταν ἄλλη μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε μέσα στὴ φυγή». Μας έδειξε στην «Άρνηση» πως κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», μπορούμε να αλλάξουμε ζωή. Έσυρε τους τυράννους «επί Ασπαλάθων», γέμισε το σπίτι με «Τριζόνια» και υπογράμμισε εκείνη την αιτία του πολέμου, του κάθε πολέμου «γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ».
Γεννήθηκε στα Βουρλά Σμύρνης, στις 29 Φεβρουαρίου του 1900. Οι πρώτοι του στίχοι ίσως διόλου τυχαία, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Πτυχίο Νομικής. Σπουδές στη Γαλλία. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του. Λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, εφόσον διορίστηκε ακόλουθος πρεσβείας, υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Πρόξενος μετά στην Κορυτσά και αργότερα μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Κάποια πηγαινέλα του σε Αφρική και Μέση Ανατολή, καθώς βρισκόταν στην υπηρεσία της ελληνικής πρεσβείας, ενώ διετέλεσε και Σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου.
Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες, κάτι που δεν άφησε ασυγκίνητη την ψυχή του ποιητή, ο οποίος μάλιστα πίεζε για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με την κυβέρνηση που υπηρετούσε ως διπλωμάτης.
Αλλά… «Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.»
Ποιήματά του διαβάζει ο ίδιος σε μεγάλα πανεπιστήμια στις Η.Π.Α. Δε δίστασε να μιλήσει δημόσια εναντίον της χούντας και έτσι του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στο δικτατορικό καθεστώς.
Ήδη το 1931 είχε κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Στροφή», για την οποία απέσπασε τόσο θετικές όσο και αρνητικές κριτικές, αφού χαρακτηρίστηκε από τους μεν ότι εγκαινιάζει μια μοντέρνα εποχή για τα ελληνικά γράμματα, ενώ κατά τους δε η ποίησή του ήταν «σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα».
Δεν έμεινε όμως μόνο στα ποιήματα, αλλά διακρίθηκε και ως δοκιμιογράφος, ενώ στο έργο του ανέδειξε περιθωριακές μορφές, όπως αυτές του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου.
Η αγαπημένη του, Μαρία (Μαρώ) Ζάννου, στην οποία έγραψε επιστολές με έντονο ερωτικό περιεχόμενο. Δεν απέκτησαν παιδιά. Της γράφει όμως «Τι περίεργο πράγμα. Ξέρω πως μπορώ να σκοτωθώ για σένα και ξέρω πως δεν είσαι το σημαντικότερο της ζωής μου. Τι λες; Να είσαι; Θα το καταλάβουμε κάποτε μαζί.»
Η γλώσσα του με την οποία μιλά για τον «καημό της ρωμιοσύνης» είναι ζωντανή, πυκνή και δικαίως κατατάσσεται σε έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα, που μπορεί να έχει στοιχεία τόλμης και μοντερνισμού, -μάλιστα με επιρροές από τον Τ.Σ. Έλιοτ- αλλά προσέγγισε με σεβασμό την ελληνική γλώσσα. Το αυτό επιβεβαιώνει η βράβευσή του με το Νόμπελ λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.
Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου του 1971, πέρασε στο πάνθεο των ποιητών που ανασαίνουν πια μέσα από τις λέξεις τους, μέσα από τις ιδέες που άφησαν παρακαταθήκη. Η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας κι αναρωτιέμαι αν έπιασε εκείνο που έγραψε «Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο». Το πλήθος σταμάτησε την πομπή κι άρχισε να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Σεφέρη: «Στο περιγιάλι το κρυφό Κι άσπρο σαν περιστέρι Διψάσαμε το μεσημέρι…»
Σαν να τον βλέπω, όπως εκείνο το ζευγάρι που περιγράφει στην «Τελευταία μέρα», να πιάνει την Μάρω του από το χέρι και να της λέει:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Τελικά πίσω ο χρόνος μόνο – και κάτι γράμματα σκαλισμένα σε αιώνιο πια χαρτί- ναι, ο χρόνος σαν ένας ακόμα «θαλασσινός γέρος» να ψιθυρίζει:
«ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Ίσως ένας ποιητής…