Art & Culture

Βγες μέσα – Μεγαλοβδομάδα αναστάσιμη, βαλς με τους απόντες

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί/ σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη/ τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,/ και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

Τη Μάτση Χατζηλαζάρου τη διαβάζω ανελλιπώς εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Λυπάμαι που δεν την ήξερα πιο πριν, χαίρομαι που την έμαθα έστω αργά. Τι είναι νωρίς, τι είναι αργά; Οι αρχαίοι Έλληνες λέγοντας «ωραίος» εννοούσαν «αυτός που είναι στην ώρα του». Όμως αυτές τις μέρες ωραίος μού φαίνεται ο πάντοτε σημαντικός Αϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου. Όλο λέμε και λέμε για τα πασχαλινά και χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όμως και ο Κόντογλου κατέγραψε τόσο ανάγλυφα τον λαό και τις λαϊκές όψεις της ομορφιάς και της υπερβατικότητας. Τον μελετώ αυτές τις μέρες ευλαβικά, από το βιβλίο του Μυστικά Άνθη, με adagios στ’ αυτιά μου: «Η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μία μοναχά, η πίστη. Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάμωμα. Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός. Γι’ αυτό τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι’ αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός. Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει “ως λέων πέποιθε”, κατά τον προφήτη».

Κάνω ατελείωτο, αδυσώπητο σκρολ. Βάζω ένα ποτήρι ροζέ κρασί. Παλιά έκανα αναρτήσεις για να επικοινωνήσω. Τώρα, για να προβάλω. Όχι το ροζέ κρασί ή το νέο μου φόρεμα που πήρα με το δώρο του Πάσχα. Αλλά ένα γραπτό. Η έναρξη, ίσως, μιας κάποιας παρακμής. Γράφουμε για να πούμε κάτι ή για να επικοινωνήσουμε με εκείνους που θα το διαβάσουν; Τα ερωτήματα πλανώνται όπως η γύρη στα πάρκα της Αθήνας. Σκέφτομαι τις ελληνικές επαρχίες. Θα γεμίσουν οι αγκαλιές των παππούδων και των γιαγιάδων. Θα δικαιωθούν οι άδειες καρέκλες όλου του έτους, θα μυρίσει καλοκαίρι.

Εν τω μεταξύ πέθανε και ο Πολ Όστερ, ο Αμερικανός συγγραφέας. Βλέπω ότι έχαιρε πραγματικής εκτίμησης από το ελληνικό κοινό. Είχε πει για το να είσαι συγγραφέας, σε μια του συνέντευξη νομίζω: «Συγγραφέας γίνεσαι όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όταν ξέρεις ότι οποιαδήποτε άλλη σου απόπειρα πάλι θα σε κάνει να επιστρέψεις σε αυτό. Κι εγώ οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι απόλυτα ευτυχής που μπόρεσα να το κάνω επάγγελμα, παρότι στη συγγραφή δεν ταιριάζει μια τέτοια λέξη». Διαβάστε (αντέξτε!) το εμβληματικό μυθιστόρημά του 4 3 2 1. Είναι από τα βιβλία-εμπειρίες ζωής.

Το Πάσχα το αγαπούσα στην πόλη. Με τη Μητρόπολη, τις λίγο πιο ήσυχες γειτονιές, τον καφέ στην Τσακάλωφ με τις εφημερίδες ξεχειλισμένες από ένθετα, απόγευμα Κυριακής. Όσο μεγαλώνεις κάνεις και επιθυμείς πράγματα που δεν κατανοούσες ή έπαιρνες όρκο ότι δεν θα σε αφορούν ποτέ – όχι εσένα. Κι όμως, η θέα στο βουνό και στην πρασινάδα ένα πρωινό κοντά στα Καλάβρυτα, με αυτή την ευεργετική δροσιά που κάτι ξεπλένει, είναι ανεκτίμητη. Κίτρινα λουλούδια παντού, κάποιες διάσπαρτες παπαρούνες, κελαηδήματα γλυκών πουλιών και δυο σκέψεις. Α) Αν ήσουν δέντρο, τι δέντρο θα ήθελες να ήσουν; (δεν θα ήμουν δέντρο, θα ήμουν πουλί) Β) Την ώρα που γεννήθηκες γεννήθηκε κι ένας σπόρος μες στο χώμα, βλάστησε, πήρε να βγάζει ζωή – σήμερα κάπου στον κόσμο υπάρχει ένα δέντρο που έχει την ίδια ηλικία με σένα, έχει περάσει τον ίδιο αριθμό καλοκαιριών και ξέρει τη ζωή βιωμένη στο δέρμα του μόνο χ ή ψ αριθμό χρόνων.

Νέο soundtrack στις σκέψεις αυτές, να ταιριάξει έστω λίγο με το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων: Erik Satie, «Gymnopédies» (1. Lent et douloureux). Καθώς τα πράγματα εκεί έξω παλιώνουν γρηγορότερα κι ευκολότερα από ποτέ (μέσα σε μέρες, σε εβδομάδες, σε μήνες), μέσα μας να κρατάμε δυο τρία σκέπαστρα των ιερών μας, που είναι πάντοτε άσχετα με τα γενικού τύπου ιερά και πάντοτε βαθιά δικά μας, προσωπικά μας. Βγαίνουν καινούργια βιβλία με κρυφό τους σκοπό να διαβάζονται και μετά τον θάνατο του γραφιά τους – ποια μεγαλειωδέστερη αθανασία από αυτήν των καλλιτεχνών;

Λέω οι έρωτες πεθαίνουν, οι θεοί ανασταίνονται, οι καλλιτέχνες δεν πεθαίνουν ποτέ. Πολλά λέω, εν μέσω μισοσπασμένης φέτος νηστείας. Στη διαδρομή για το βουνό, σιωπή ευεργετική που ξεκουράζει τη γλώσσα και τη σκέψη, να μπορέσει να βρει τους ωραίους δρόμους, να ριχτεί στις μάχες που δεν γίνεται να μη δίνονται όταν φτάνει η ώρα. Μες στα σπίτια των ανθρώπων ψήνονται κουλούρια, βάφονται αυγά, ζυμώνονται τσουρέκια, πάντα τέτοιες μέρες θυμάμαι τη ζύμη της Πολίτισσας προγιαγιάς μου να ξεκουράζεται στη μεγάλη λεκάνη για να ψηθεί γλυκά, να χρυσίσει, στον φούρνο της μεγάλης κουζίνας με το μωσαϊκό, να μοσχοβολήσει ο τόπος μια μυρωδιά που δεν ξαναμύρισα μετά το αχαρτογράφητο πέρας της παιδικής μου ηλικίας. Αν θέλετε τσουρέκι πολίτικο αυθεντικό, χωρίς υπερβολικές αφρατοσύνες, ίνες και λοιπά τερτίπια, το Μαρτίν στην Αγίου Μελετίου κρατά την παράδοση, με μπουκιές γεμάτες βούτυρο, μαχλέπι και μεράκι.

Λέμε «θα τα πούμε μετά το Πάσχα», «θα σου στείλω μετά το Πάσχα», συνεχώς θέτουμε νοητά όρια στη ζωή μας, την τραβάμε κι αυτή τεντώνει σαν τσίχλα κι έχει πλάκα. Όμορφο πράγμα οι πασχαλινές αποδράσεις, αλλά κι αν μένετε πίσω, δεν πειράζει. Η πόλη κλέβει λίγη από τη μελαγχολία της υπαίθρου και σε κάποιες γειτονιές –να, όπως εκεί, στην κυψελιώτικη Αγίας Ζώνης– οι εκκλησίες Μεγάλη Παρασκευή βαρούν πένθιμα καμπάνες και κατανοεί κανείς αμέσως πως όλη η Ελλάδα είναι μια μεγάλη επαρχία, ένα χωριό γεμάτο πλακόστρωτους δρόμους, νεραντζιές, γιασεμιά, βαλκανική αισθητική, νόστιμο φαγητό και ανθρώπους γεμάτους απορίες, συναισθήματα και διάθεση να κουτσομπολέψουν, να ενοχληθούν, να αρπαχτούν. Κι ότι κι όλος ο κόσμος, κατά βάση και κατά βάθος (και μερικές φορές και κατ’ επιφάνεια) έτσι είναι, έτσι ακριβώς.

Μετά το Πάσχα λοιπόν έχουμε να πούμε, να δούμε, να ακούσουμε πολλά. Μείνετε συντονισμένοι/ες στο UtopiaZone για να ενημερώνεστε για τις καλύτερες παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, κυκλοφορίες βιβλίων. Σας έχω πολλά, πολλά και ωραία! Σας αφήνω τώρα, αντί υστερόγραφου, μία ακόμη σκέψη του Φώτη Κόντογλου:

«Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή την πλούσια φτώχεια, και την καθαρή καρδιά, ώστε να τον δούμε ν’ αναστήνεται για να αναστηθούμε κι εμείς μαζί Του. Αυτή η ανηξεριά είναι ανώτερη από τη γνώση: “Αυτή εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως”. Καλότυχοι και τρισκαλότυχοι εκείνοι που την έχουνε.’’

Η Γεωργία Δρακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Σπούδασε Νομικά και, μεταπτυχιακά, Δημοσιογραφία στο ΕΚΠΑ. Είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών και συνεχίζει με κείμενα, ραδιοφωνικές εκπομπές και podcasts γύρω από την πόλη, τον πολιτισμό, την γαστρονομία, τις ανθρώπινες σχέσεις και το σεξ. Έχει γράψει θεατρικά έργα που έχουν παιχτεί σε αθηναϊκές σκηνές. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος το βιβλίο της ''Ο Τάσος πέθανε''.
X