Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
(Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέα Ελύτη 1971)
Μέσα σε αυτά τα μεσημέρια του ήλιου που περιγράφει τόσο δυνατά ο Οδυσσέας Ελύτης, οι καυτές του ακτίνες πέφτουν πάνω στις ρώγες των σταφυλιών που μόλις έχουν τρυγηθεί και βρίσκονται πάνω στις λιάστρες.
Από αυτά τα σταφύλια και μετά από τουλάχιστον δύο χρόνια οι ουρανίσκοι των θνητών θα γευτούν αυτό το θείο δώρο…το λιαστό κρασί.
Από την αρχαιότητα τα λιαστά κρασιά βρίσκονταν στην πιο περιζήτητη θέση και αποτελούν συνέχεια των πάσσων οίνων που παρασκευάζονταν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο.

Ο τρύγος και το λιάσιμο
Ο τρύγος για τα σταφύλια που θα χρησιμοποιηθούν γίνεται στην ώρα του, δηλαδή όταν το σταφύλι έχει ωριμάσει αρκετά, τα τσαμπιά απλώνονται στις λιάστρες που συνήθως έχουν τοποθετηθεί σε ταράτσες και δώματα.
Οι ακτίνες του ήλιου στεγνώνουν – περίπου για 15 ημέρες – σε τέτοιο βαθμό τα σταφύλια με αποτέλεσμα να συμπυκνώνονται τα σάκχαρά τους. Ακολουθούν το πιεστήριο και η ζύμωση που σταματά μόνη της αφήνοντας πολλά αζύμωτα σάκχαρα, που είναι και αυτά που δίνουν τελικά την πολύ γλυκιά γεύση στο κρασί.
Αν και ο νόμος ορίζει πως ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στο βαρέλι είναι τα δύο χρόνια, οι έμπειροι και καλοί οινοποιοί αφήνουν ακόμα περισσότερο το κρασί καθώς έχει παρατηρηθεί πως μια τετραετία (ευτυχώς όχι πολιτική) φέρνει σπουδαία αποτελέσματα.
Το κρασί στην αρχή έχει ξανθό χρώμα εξαιτίας των ποικιλιών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του ωστόσο η ξήρανση του αλλά και η παραμονή στο βαρέλι του χαρίζουν αυτό το βαθύ καστανό χρώμα.

Τα γνωστότερα
VinSanto
Συνόδευσε την κλεμμένη Αφροδίτη της Μήλου από την πατρίδα στο μακρινό της ταξίδι, μέθυσε τους Βενετσιάνους κατακτητές της Κρήτης και τους Σταυροφόρους στον δρόμο τους προς την Ιερουσαλήμ και έφτασε να πωλείται σχεδόν αποκλειστικά στη Ρωσία
Φτιαγμένο από το Ασύρτικο Σαντορίνης και άλλες τοπικές ποικιλίες που συμμετέχουν στην παρασκευή του, αποτελεί μοναδικό δημιούργημα με αρώματα ξηρών καρπών και σταφίδας. Πλούσιο στο σώμα και πληθωρικό στη γεύση μπορεί να συνοδεύσει γλυκά επιδόρπια, φρούτα αλλά και έντονα τυριά.

Μαλβάζια
Παίρνει το όνομά της από την ονομασία που οι Φράγκοι έδιναν στην Μονεμβασιά και την ευρύτερη περιοχή της. Τη συναντάμε επίσης με το όνομα «Μονεμβάσιος Οίνος» (κυρίως τη βυζαντινή περίοδο) και Vinum de Malvasia.
Η ποιότητα του «μαύρου κρασιού από λευκά σταφύλια» εξαιρετική μα και η φήμη του το έκανε να ταξιδέψει σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Οι Γενοβέζοι το ζήλεψαν, το πήραν στην Κρήτη και ανέπτυξαν την παραγωγή του, όπως και οι Φράγκοι «κλέβοντας» τελικά το εμπόριο του.
Η Ελληνική Πολιτεία – αργή όπως πάντα – μόλις πριν από 12 χρόνια προχώρησε στον ορισμό του ως οίνο ΠΟΠ για τις περιοχές Μονεμβασιά, Πάρο και Κρήτη. Για την παραγωγή του χρησιμοποιούνται οι ποικιλίες Μονεμβασιά, Μαλβάζια ντι Κάντια (φράγκικο όνομα του Ηρακλείου), Ασπρούδες, Κυδωνίτσα, Αθήρι, Θραψαθήρι και Ασύρτικο.

Λιαστά Σιάτιστας
Μερικά χιλιόμετρα από την πόλη της Κοζάνης παράγονται τα περίφημα (η)λιαστά κρασιά της Σιάτιστας. Κι αν το Vinsanto ξεδίψαψε τους Σταυροφόρους, τα κρασιά της Σιάτιστας υπήρξαν τα αγαπημένα ενός πιο σύγχρονου πολεμιστή, του Χο Τσι Μινχ, ο οποίος τα γευόταν συχνά κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιπποκόμος του Γάλλου αρχιάτρου στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Στη Σιάτιστα τα σταφύλια στεγνώνουν ακόμα και για έναν μήνα, ενώ τα παλιότερα χρόνια τα πατούσαν μόνο γυναίκες, ενώ στη συνέχεια ο μούστος έμπαινε σε γίδια τουρβάδια.
Για την παραγωγή τους από τρία οινοποιεία της Σιάτιτστας χρησιμοποιούνται μοσχόμαυρα σταφύλια.