Εθελοντισμός

Ο Άλλος Άνθρωπος: δεν είναι φιλανθρωπία, είναι αλληλεγγύη

«Προσπαθώ να αφυπνίσω συνειδήσεις. Γι αυτό κάνω ό,τι κάνω. Δεν μου αρέσει να με λένε φιλάνθρωπο. Δεν μου αρέσει η φιλανθρωπία. Περιέχει οίκτο. Η σωστή λέξη είναι αλληλεγγύη». Μιλά ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, ο Άλλος Άνθρωπος που το 2009 έστησε ένα καζάνι με φαγητό στον δρόμο ως διαμαρτυρία για την ακραία φτώχεια και από τότε γράφει μία πρωτόγνωρη ιστορία αλληλεγγύης στον τόπο μας.

Κάθε ημέρα 600 – 800 άνθρωποι περνάνε από την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου 109 στο Μεταξουργείο για να φάνε πρωινό και κατά τις 12 να πάρουν μια μερίδα φαγητού που ετοιμάζεται μπροστά τους σε ένα μεγάλο καζάνι με υγραέριο.

Ο χώρος μοιάζει με παλαιό εστιατόριο που διαμορφώθηκε για τις ανάγκες της κοινωνικής κουζίνας. Στο υπόγειο υπάρχει εγκατάσταση για να κάνει κάποιος μπάνιο και να πλύνει τα ρούχα του, στον κεντρικό χώρο υπάρχει ένα τραπέζι με ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα και καφέ για πρωινό που ανανεώνεται κάθε λίγο, ενώ συνεχής είναι η κίνηση στις προμήθειες στο πίσω μέρος της αίθουσας. Άνθρωποι φέρνουν σακούλες με τρόφιμα και ρούχα και άλλοι άνθρωποι παίρνουν κάποια από τα τρόφιμα και τα ρούχα. Σαν να υπάρχει μία σιωπηλή συνεννόηση των μεν και των δε στο πώς θα «κουμπώσουν» οι προσφορές με τις ανάγκες.  

«Γράψε ό,τι θέλεις από αυτά που θα πούμε και κόψε ό,τι θέλεις. Δεν με νοιάζει. Δικιά σου δουλειά. Μόνο θα μου μιλάς στον ενικό. Είμαι ο Κωνσταντίνος και είσαι ο Δημήτρης. Εδώ μιλάμε μόνο στον ενικό», μού λέει ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος με ένα πλατύ χαμόγελο κάτω από τα μουστάκια του. Γνωρίζει με το μικρό τους όνομα όλους τους ανθρώπους που είναι στην αίθουσα, δίνει οδηγίες και κάποιες στιγμές βάζει και τις φωνές. Είναι από τους ανθρώπους που γελάνε δυνατά, φωνάζουν δυνατά, τσαντίζονται για λίγο, λένε αστεία και πειράγματα και σίγουρα δεν μετράνε τα λόγια τους γιατί δεν χρειάζεται να τα μετράνε. Είναι αυθεντικοί, ανοιχτοί και διάφανοι. Έχουν αναμετρηθεί με τις δυσκολίες της ζωής και έχουν κρατήσει την ουσία και την απλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.     

  • Πάμε, σε παρακαλώ, κάπου πιο ήσυχα γιατί εδώ δεν μπορώ ούτε να ηχογραφήσω. 
  • Έλα στο σπίτι μου.
  • Που είναι το σπίτι σου;
  • Ακολούθησε.

Το «σπίτι» του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου είναι το… πατάρι της κοινωνικής κουζίνας. Είναι μονόχωρο με ένα κρεβάτι στην άκρη, μία τηλεόραση, μερικά καθίσματα, κάποια ρούχα…  

  • Τώρα, αλήθεια, αυτό είναι το σπίτι σου;
  • Γιατί, δεν σου γεμίζει το μάτι;
  • Μα είναι πατάρι.
  • Όλα τα έχω. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.
  • Να το βγάλω φωτογραφία;
  • Κάτσε να μαζέψω τα ρούχα.
  • Δεν πειράζει, μια χαρά είναι κι έτσι.

Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος εργαζόταν στο μάρκετινγκ. Εκπαίδευε πωλητές προϊόντων και υπηρεσιών σε μεγάλες επιχειρήσεις. Το 2009 βρέθηκε χωρίς δουλειά. Ήταν 45 χρονών και οι εργοδότες τον θεωρούσαν πολύ μεγάλο για τις επιχειρήσεις τους.

«Σαράντα πέντε χρονών πίστευαν ότι είμαι «τελειωμένος». Τόσο ήξεραν. Ο εργαζόμενος μέχρι τα 45 μαζεύει εμπειρίες, μαθαίνει πράγματα, παίρνει ρίσκα, γνωρίζει την επιτυχία και την αποτυχία. Μετά τα 45 έχει να προσφέρει όλη αυτή τη μαζεμένη γνώση. Αλλά οι εργοδότες σκέφτονται αλλιώς: «γιατί να έχω εσένα που παίρνεις έναν σκασμό λεφτά αντί να πάρω 40 παιδάκια από τον ΟΑΕΔ που δεν θα μού στοιχίζουν τίποτα;» Με έδιωξαν λοιπόν εμένα, πήραν τα παιδάκια και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ένας από τους διευθυντές μου τότε, βρέθηκε εδώ στο συσσίτιο μετά από χρόνια για να χορτάσει την πείνα του. Φυσικά τον καλοδέχτηκα. Οι άνθρωποι δεν έχουν ημερομηνία λήξης».

  • Μένεις λοιπόν χωρίς δουλειά το 2009. Ποιες είναι οι σκέψεις σου;

«Ποιες σκέψεις; Να φουντάρω σκεφτόμουν! Ήμουν σε αδιέξοδο. Είχα να διαλέξω από το να μείνω στον δρόμο ή να γυρίσω στη μάνα μου. Πώς να γυρίσω στη μάνα μου σε τέτοια ηλικία; Είχα φύγει από το πατρικό από τα 16 μου…»

  •  Οπότε αισθάνεσαι βιωματικά την ακραία φτώχεια…

«Ακούω ανθρώπους που έχουν και τους δύο τους γονείς να λένε «σε καταλαβαίνω» όταν χάνεις τη μάνα σου ή τον πατέρα σου… Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Εάν δεν βιώσεις το πρόβλημα, δεν το καταλαβαίνεις. Άλλο να συμπάσχεις και άλλο να μπεις στη θέση του άλλου. Είναι αρχή για μένα το βίωμα. Και η άλλη αρχή είναι «όταν θέλεις να κάνεις κάτι, το κάνεις εσύ που το λες». Δεν ρίχνεις απλώς την ιδέα και αφήνεις τους άλλους να την κάνουν πράξη. Δεν θα γίνει ποτέ. Εσύ το κάνεις».

  • Η στιγμή που σχηματίζεις την ιδέα της κοινωνικής κουζίνας;

«Είμαι στη λαϊκή αγορά και βλέπω δυο ανθρώπους, νεότερους από μένα, να ανακατεύουν τους κάδους για να διαλέξουν κάτι από τα σάπια που να τρώγεται. Κοιτάζω τους ανθρώπους στους σκουπιδοτενεκέδες, κοιτάζω τους περαστικούς που δεν δίνουν καμία σημασία, κοιτάζω και τους πωλητές των λαϊκών, ξανακοιτάζω στους σκουπιδοτενεκέδες… Μου έρχεται τρέλα! Κάτι λάθος γίνεται εδώ. Δεν το χωράει ο νους μου ότι κάποιοι άνθρωποι τρώνε από τους σκουπιδοτενεκέδες και δεν καίγεται καρφάκι στους άλλους! Πρέπει να το αλλάξω. Πρέπει να κάνω τους ανθρώπους που ψωνίζουν αδιάφοροι να κοιτάξουν προς αυτούς που δεν έχουν να ψωνίσουν και τρώνε από τα σκουπίδια. Δεν μπορεί να είναι κανένας καλά όταν κάποιος δίπλα του υποφέρει. Έτσι στήνω το καζάνι. Ζητάω υλικά από τους εμπόρους, ζητάω από φίλους να με βοηθήσουν στην κατσαρόλα και το υγραέριο και κάνω το πρώτο συσσίτιο. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα το κάνω συστηματικά. Να αφυπνίσω συνειδήσεις ήθελα. Να σκεφτούν όλοι την πείνα. Την κατάσταση που βρισκόμουν εγώ και δεκάδες εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι». 

  • Γύρω από αυτό το καζάνι άρχισε να δημιουργείται μία κοινωνία ανθρώπων. Τι την ένωνε και τι την χώριζε;

«Κανείς δεν είναι ίδιος με τον άλλον. Συμφωνήσαμε σε αυτά που μας ενώνουν. Όλοι θέλουμε δουλειά. Όλοι θέλουμε τα ίδια δικαιώματα. Και εσύ που είσαι πλοιοκτήτης κι εγώ που είμαι απλός εργαζόμενος να έχουμε τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Θέλουμε το παιδί το δικό σου και το παιδί το δικό μου να πηγαίνει στο σχολείο και να έχει τις ίδιες ευκαιρίες. Στην υγεία να έχουμε την ίδια αντιμετώπιση. Τα βασικά πράγματα της ζωής. Τα αυτονόητα».

  • Και πρώτο στα «αυτονόητα» είναι το φαγητό.

«Όλοι οι άνθρωποι πεινάνε. Είτε είσαι δισεκατομμυριούχος, είτε πρόσφυγας, είτε χριστιανός, είτε μουσουλμάνος, όταν έρθει η ώρα για να φας… πεινάς, φίλε. Το στομάχι σου γουργουρίζει. Και από αυτό ξεκίνησα. Και αποφάσισα να το κάνω στον δρόμο. Γιατί στον δρόμο; Γιατί σκοπός μου ήταν να βλέπει ο κόσμος που πηγαίνει στη δουλειά του και ενδεχομένως δεν γνωρίζει -ή δεν θέλει να γνωρίζει- ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ουρά για ένα πιάτο φαγητό. Και αυτό πρέπει να τον αφορά. Πρέπει να το δει. Και να κάνει κάτι και αυτός».

  • Υπήρξε προθυμία από εμπόρους και προμηθευτές να δώσουν τα υλικά;

«Ξεκίνησα με 1,5 τόνο τρόφιμα και ξέρεις γιατί; Γιατί έβλεπαν ότι αυτό που κάνω, το κάνω δημόσια και το κάνω παρουσία τους. Τους έλεγα: θα μου δώσεις τόσα κιλά μακαρόνια αλλά θα έρθεις κι εσύ να τα μαγειρέψουμε μαζί και να τα μοιράσουμε μαζί. Θα μπεις στην αλληλεγγύη. Θα «θυσιάσεις» το προϊόν και τον προσωπικό σου χρόνο για να γνωρίσεις τους ανθρώπους που πεινάνε και να διαπιστώσεις ότι μπορείς να βοηθήσεις να αλλάξει αυτό. Δεν ήθελα να το κάνουν από λύπηση. Ήθελα να τους βάλω μέσα στη δράση. Και αυτό λειτούργησε».

  • Ο κόσμος που ερχόταν στις αρχές ήταν διστακτικός; Πώς τους έκανες να μην νιώθουν ότι τους κάνεις «φιλανθρωπία», όπως λες;

«Με το «μαζί». Μαζί μαγειρεύουμε, μαζί μοιράζουμε τις μερίδες και – κυρίως – μαζί τρώμε. Τρώω μαζί τους, δίπλα δίπλα στον πάγκο, στο τραπέζι, στο πεζούλι… Δεν υπήρχε ποτέ αυτός που δίνει και αυτός που παίρνει. Όλοι είμασταν μαζί. Το φαγητό αυτό, εγώ δεν το κάνω για τους άστεγους και τους άπορους. Το κάνω για εμένα. Και όποιος γουστάρει, έρχεται και τρώμε μαζί. Ήταν μια γιαγιά, θυμάμαι στις αρχές, που πήγα της βάλω ένα κουλούρι στην τσέπη. Μου έριξε ένα βλέμμα… ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Την είχα προσβάλει. Ποιος ήμουν εγώ να της βάλω ένα κουλούρι στην τσέπη; Το κατάλαβα ευτυχώς αμέσως και παίρνω το κουλούρι, το σπάω στη μέση, αρχίζω να τρώω το μισό και της προσφέρω το άλλο μισό. Μόνο έτσι το δέχτηκε. Όποιος πιστεύει ότι η φτώχεια και η περηφάνια δεν πάνε μαζί, είναι μακριά νυχτωμένος».

  • Πόσος κόσμος υπολογίζεις ότι έχει φάει μαζί σου αυτά τα χρόνια;

«Πρέπει να είναι πάνω από 20 εκατομμύρια μερίδες φαγητού…»

  • Πρέπει να είσαι περήφανος γι αυτό.

«Είμαι. Και είμαι ακόμα πιο περήφανος που δεν έχω τίποτα στο όνομά μου, παραμένω άνεργος – όχι άεργος όμως – δεν έχω καμία νομική υπόσταση και εάν πεθάνω, θα πεθάνω στην ψάθα. Είμαι περήφανος επίσης που με εμπιστεύεται τόσος κόσμος, που συμμετέχει χωρίς κανένα κέρδος και που όλα γίνονται δημόσια, φανερά και διάφανα. Ο καθένας που φέρνει έστω και μισό πακέτο μακαρόνια εδώ, μπορεί να δει πού θα πάει αυτό το μισό πακέτο μακαρόνια και εάν θα πιάσει τόπο».

  • Έχεις πάει ποτέ σε μια μεγάλη εταιρεία ή κάποιον πλούσιο επιχειρηματία να ζητήσεις τη συνδρομή του και εκείνος να αρνηθεί;

«Ποτέ δεν ζητάω. Ούτε από πλούσιους, ούτε από μεσαίους, ούτε από φτωχούς. Την αλληλεγγύη δεν τη ζητάς, ούτε την επιβάλλεις. Ένας μόνο μπορεί να στη ζητήσει και ένας μόνο μπορεί να σου την επιβάλει: η ψυχή σου. Κανένας άλλος».  

  • Οι μεγάλες εταιρείες βοηθάνε – βλέπω είναι σήμερα εδώ άνθρωποι από μία μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ που έχουν φέρει πράγματα. Πιστεύεις ότι το κάνουν από ανθρωπιά ή για έμμεση προβολή, τη λεγόμενη «εταιρική υπευθυνότητα»;

«Είναι δικός τους λογαριασμός. Εγώ έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να φωτογραφηθώ δίπλα σε κανέναν επιχειρηματία, δίπλα σε καμία εταιρεία και δεν θα μπω σε καμία διαφήμιση. Γιατί εάν το έκανα αυτό, θα το έκανα και για την κυρία Μαρία που φέρνει εδώ κάθε μήνα δέκα κουτιά γάλατα μόλις παίρνει τη σύνταξή της».

  • Και οι πολιτικοί; Έχω δει ότι σε έχουν πλησιάσει είτε για να αποκτήσουν προσωπική άποψη για την κατάσταση με την ακραία φτώχεια, είτε, ενδεχομένως, για την προβολή τους;

«Είναι καλοδεχούμενοι με το μικρό τους όνομα. Δεν θα υποδεχτούμε δηλαδή εδώ τον πρόεδρο του τάδε κόμματος αλλά τον Κώστα, τον Τάκη, τον Θανάση. Το αξίωμα μένει μακριά από το καζάνι. Το είχα ξεκαθαρίσει και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας: εγώ θα σε λέω Κατερίνα. Ούτε «κυρία Σακελλαροπούλου», ούτε «κυρία Πρόεδρε». Απλά Κατερίνα. Και ήρθε και ξαναήρθε δέκα φορές και δεν έφερε κάμερες – κάτι δικοί της τράβηξαν με τα κινητά τους μία ημέρα αλλά δεν βαριέσαι… Και μαγειρέψαμε μαζί στον Άγιο Γιώργη για τους εξαρτημένους. Ως Κατερίνα. Δεν ήρθε δηλαδή για να κάνει μια εμφάνιση. Κάθισε τέσσερις ώρες για να κόψουμε ψωμί, να κόψουμε κρεμμύδια, να συζητήσουμε, να μοιράσουμε το φαγητό και να φάμε. Αυτό για εμένα είναι το σημαντικό. Ο άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους να «λερώσει τα χέρια του» για να καταλάβει και να επικοινωνήσει». 

Δείτε τις δράσεις και τη βοήθεια που μπορείτε να προσφέρεται στον «Άλλον Άνθρωπο» στην ιστοσελίδα: https://www.oallosanthropos.com/

Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στο κέντρο της Αθήνας. Έχω δουλέψει στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον τύπο αλλά τα τελευταία χρόνια κολυμπάω (ή κωπηλατώ) στα ψηφιακά μέσα. Μου αρέσουν οι γάτες και οι ανθρώπινες ιστορίες. Προσπαθώ να προσεγγίζω τα πάντα με ενσυναίσθηση (και μερικές φορές πιστεύω ότι τα καταφέρνω).
X