Αποφάσισα να γίνω συγγραφέας όταν κολυμπούσα στην κοιλιά της μαμάς μου, υποθέτω. Γεννήθηκα, έκανα υπομονή μερικά χρονάκια και ύστερα έπεσα για τα καλά στον έρωτα των λέξεων και των ιστοριών. Το κάνω, το λέω, το προσπαθώ, το αγαπώ από μικρό παιδί. Η γραφή αποφασίζει να σε βρει, όχι εσύ εκείνη. Όταν σε βρίσκει, οφείλεις να τη βγάλεις ασπροπρόσωπη για την επιλογή της, να παίξεις καλά και δυνατά μαζί της. Σκληρό τάξιμο. Δεν έχει να κάνει με θαλασσίτσες κι ηλιοβασιλεματάκια. Μοιάζει περισσότερο με ένα συνεχές τρίξιμο μες στο μυαλό, μες στην καρδιά, πραγμάτων που χρειάζεται να γραφτούν για να μπορέσει να συνεχίσει, εσύ που τα γράφεις, να ανασαίνεις.
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν τα «18 ντεσιμπέλ» από τις Εκδόσεις Άπαρσις. Κυκλοφόρησε το 2011, όταν ήμουν 19 ετών-ναι, είναι κάτι που τώρα, 13 χρόνια μετά, με κάνει να νιώθω ζεστασιά και υπερηφάνεια. Είναι 18 μονόλογοι και διάλογοι μεταξύ αντικειμένων και εννοιών: συνδιαλέγονται ο Χώρος με τον Χρόνο, ένας σκύλος με τους περαστικούς, ένα κραγιόν με τον καθρέφτη εμπρός του και διάφορα άλλα «όντα και μη όντα», που θα έλεγε και ο Αργύρης Χιόνης. Είχα την τιμή να σκηνοθετήσει έναν μονόλογο (αυτόν της Ρουτίνας) η Ζωή Ξανθοπούλου στο Θέατρο Φούρνος με την ηθοποιό Αννίτα Καπουσίζη και τον μουσικό Σωτήρη Καστάνη.
Το βιβλίο που διάβασα και μου έβαλε το σαράκι της συγγραφής ήταν ίσως και με πάσα επιφύλαξη η «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη. Είναι ένα κείμενο στο οποίο επανέρχομαι ανά τακτά διαστήματα από τα 16 μου που το πρωτοδιάβασα μέχρι και σήμερα, πολύ πρόσφατα.
Το να βγάλεις βιβλίο στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο από ό, τι παλιότερα και σίγουρα όσοι βγάζουν βιβλίο δεν είναι συγγραφείς. Πολλές εξαιρετικές πένες της χώρας παραμένουν χωρίς εκδοτικό. Θέλω να πω, «έβγαλα βιβλίο», ε και; Σκεφτείτε πόσοι από τον κύκλο σας έχουν βγάλει βιβλίο…Δεν το λέω αυστηρά και ελιτίστικα, το λέω όπως είναι.
Οι Λέσχες Ανάγνωσης είναι υπέροχες, φανταστικοαπίθανες, φοβεροσυγκλονιστικές. Να, όπως η BookEra. Όμως, πιστεύω ότι η ανάγνωση είναι μια διαδικασία ατομική, προσωπική, ενδοσκοπική. Δεν έχω καμία διάθεση να συζητώ με αγνώστους για το πώς μου φάνηκε ένα κείμενο που αγάπησα. Ένα κείμενο που αγάπησα θέλω να το μοιραστώ με ανθρώπους που αγαπώ
Διαβάζουν τελικά οι Έλληνες; Μπα. Όχι ιδιαίτερα. Το λένε και οι έρευνες, άλλωστε. Πιο πολλοί οι συγγραφείς, από ό, τι οι αναγνώστες. Όμως, οι Έλληνες κάνουν τόσα άλλα πράγματα πολύ: τραγουδούν, κολυμπούν, απολαμβάνουν την ζωή-παρά τις δυσκολίες και τα ζόρια.
Υπάρχει κόλπο για να κάνεις κάποιον να αγαπήσει το διάβασμα; Γιατί να θες να κάνεις κάποιον να αγαπήσει το διάβασμα; Μωρέ όσο και να χτυπιόμαστε κάτω, το διάβασμα το αγαπά κανείς από τα μικράτα του, μέσα από επιρροές της οικογένειας και του σχολείου. Αργότερα, μπορεί κανείς να το εντάξει στην ζωή του, όπως τη γυμναστική ή την καλή διατροφή. Άλλο όμως διαβάζω, άλλο αγαπώ το διάβασμα. Χρησιμοποιούμε λιγάκι αβρόχοις ποσί τη λέξη ‘’αγαπώ’’, έχω την αίσθηση.
Περισσότερο από όλους με βοήθησε η μαμά μου, η γιαγιά μου, ο μπαμπάς μου, η Μαρία Κατσαβριά, η κατασκήνωση Χαρούμενο Χωριό, ο Χ., ο Δημήτρης Τσεκούρας, ο Μακάριος Αβδελιώδης, η Άντα, η Εσμεράλδα, ο Βιτωράτος, ο Θωμάς Φώτης, η Αλεξάνδρα Τσόλκα, ο Χρύσανθος Ξάνθης, ο Βασίλης Λέκκας. Άνθρωποι-παράσημα, άνθρωποι-προίκες, άνθρωποι που χωρίς αυτούς δε θα ήμουν αυτή που είμαι, ό, τι είμαι, όποια είμαι. Οι βοήθειές τους, υλικές και ηθικές. Η παρουσία τους στην ζωή μου σεντούκι θησαυρού.
Αγαπημένος ξένος λογοτέχνης είναι ο Πολ Όστερ, ο Τσέχωφ, ο Τενεσί Ουίλιαμς, η Ιζαμπέλ Αλιέντε, η Σάρα Κέιν. Μεταξύ άλλων. Τι να πω; Να πω για τον Μπωντλαίρ; Τον Ορχάν Παμούκ; Τον Μπρεχτ; Την Βιρτζίνια Γουλφ; Είναι πολλές και πολλοί.
Αγαπημένος Έλληνας λογοτέχνης-πω πω, πολύ δύσκολο να επιλέξω εδώ. Συχνά, μιλώ για σύγχρονους συγγραφείς και ποιητές. Θα αναφερθώ μόνο στους Αγίους πεθαμένους μου: Καζαντζάκη, Καρυωτάκη, Ελύτη, Μάτση Χατζηλαζάρου, Θωμά Γκόρπα, Χρόνη Μίσσιο, Μαλβίνα Κάραλη, Σκαρίμπα, Κατερίνα-Αγγελάκη Ρουκ, Μαρία Λαϊνά. Αχ, είναι κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι.
Στην καθημερινότητά μου εξοργίζομαι με την διπροσωπία, την ενσυνείδητη έλλειψη τρυφερότητας, το αδυσώπητο therapy talk περί ορίων και ενσυναισθήσεων που καλύπτει βουνά και ερήμους εγωισμού και ανημπόριας για ολοκληρωτικό, παθιασμένο δόσιμο στην ζωή, στους ανθρώπους.
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει κάποιος είναι αυτό που θα ανακαλύψει εκείνος και μόνο εκείνος, εκ των υστέρων, ότι, αν δεν το διάβαζε η ζωή του, ο τρόπος σκέψης του, η περπατησιά του στον κόσμο θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Αυτό που δεν αντέχω στην Ελλάδα είναι τα στενά μυαλά των περισσότερων ανθρώπων που αγαπούν την διχόνοια, τον στείρο ανταγωνισμό, την απατεωνιά. Σαν ένα δαιμονικό DNA, ενισχυμένο από ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες, που έχει θρέψει έναν απαιτητικό, γκρινιάρη, βαριεστημένο έφηβο-έτσι νιώθω για τον Νεοέλληνα, καμιά φορά. Βάζω κι εμένα μέσα. Στην Ελλάδα με ενοχλούν οι Έλληνες.
Αν είχα ένα μαγικό ραβδί θα άλλαζα αύριο στην ελληνική πραγματικότητα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει την τέχνη, τον έρωτα, την πολιτική συνείδηση, τους αδύναμους.
«Ποστάρω άρα υπάρχω;» Ποια η σχέση σας με τα social; Στενή κι ενεργή. Το καθημερινό μου δημόσιο σημειωματάριο ή ημερολόγιο, όπου εκτελώ δοκιμές σε γραπτά μου, δημοσιεύω τα άρθρα και τα ρεπορτάζ μου, έρχομαι σε επαφή με το κοινό μου και τους φίλους μου, παρακολουθώ κι εγώ ανθρώπους που με ενδιαφέρουν και με βελτιώνουν. Τα social έχουν πλάκα όσο δεν υποκαθιστούν φέτες πραγματικής ζωής. Τα γουστάρω φουλ.
INFO
Η Γεωργία Δρακάκη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το βιβλίο της «ο Τάσος πέθανε» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος. Ανά καιρούς, πραγματοποιεί μουσικές εμφανίσεις σε αθηναϊκά και όχι μόνο stages και πάλκα τραγουδώντας. Σύντομα, το θεατρικό της έργο «Το Καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι να πέφτεις για ύπνο τα ξημερώματα» ετοιμάζεται να ανέβει (ξανά) σε σκηνή.