Νέοι Δημιουργοί

Λίνα Βαρότση: Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες γυναικών που δεν εμπίπτουν στο κοινωνικό προσδοκώμενο

Η Λίνα Βαρότση μέσα από τις δικές της λέξεις

Το πρώτο μου βιβλίο είναι το «Σήκω από πάνω μου» και γράφτηκε μέσα από μια διεργασία πολλών ετών. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης που πραγματεύεται την έμφυλη βία, τα γονεϊκά μοτίβα και τις οικογενειακές σχέσεις, και ήθελα να είμαι σίγουρη πως θα έφτανε στα χέρια του αναγνώστη με τη γραφή, την τεχνική και την ωριμότητα των θεματικών που του άξιζε.

Αποφάσισα να γράψω όταν συνειδητοποίησα πως η συγγραφή για μένα είναι ανάγκη. Περιπλανιέμαι στον κόσμο των λέξεων και της μυθοπλασίας από τότε που με θυμάμαι. Πιστεύω ακράδαντα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα «κάλεσμα», ούτως ειπείν, και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς τους, είτε το ακολουθούν ως επάγγελμα είτε όχι.  

Το βιβλίο που διάβασα και μου έβαλε το σαράκι της συγγραφής είναι η «Αιγυπτία» του Ζιλμπέρ Σινουέ, αν και, όπως ανέφερα, το σαράκι αυτό υπήρχε πάντα μέσα μου. Απλώς, όταν διάβασα την «Αιγυπτία» ο κύβος ερρίφθη. Το βιβλίο ήταν συγκλονιστικό, με μαεστρία στη γραφή, ισχυρούς διαλόγους, ευδιάκριτους χαρακτήρες και ένα συνταρακτικό ιστορικό υπόβαθρο που συμπλήρωνε την πλοκή δίχως να την επισκιάζει. Δεκάξι χρονών ήμουν.

Το να βγάλεις βιβλίο στην Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς, συχνά επίπονης διαδικασίας που χαρακτηρίζεται από αδιάκοπη μελέτη, αέναη εξάσκηση, συνεχή ανάγνωση και νηφάλια αυτοκριτική. Όπως και στο εξωτερικό, άλλωστε. Σε μια εποχή που η τέχνη θεωρείται «συμπληρωματική», πολυτέλεια και διαρκώς παραγκωνίζεται, η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλουν οι εκπρόσωποί της για να βγουν στο φως απαιτεί αφοσίωση, πίστη κι επιμονή.

Οι Λέσχες Ανάγνωσης είναι πρακτορεία μαγικών λεωφορείων. Η συγγραφή και η ανάγνωση είναι ανθρωποκεντρικές πράξεις, συνιστούν μοίρασμα βιωμάτων και προσωπικών εμπειριών, και οι Λέσχες Ανάγνωσης μας προσφέρουν την ευκαιρία να κάνουμε αυτό το μαγικό ταξίδι παρέα. Είμαι ευγνώμων για την ύπαρξή τους.

Διαβάζουν τελικά οι Έλληνες; Δυστυχώς όχι όσο θα περίμενε κανείς, δεδομένης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το ποσοστό του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Θυμάμαι πως, όσο ζούσα στο εξωτερικό, έβλεπα τον κόσμο να διαβάζει στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στις αίθουσες αναμονής, ακόμα και όρθιος, στις ουρές. Παρόλο που διαθέτουμε μεγάλη παλέτα συγγραφέων και εκδοτών, η προσφορά έχει να κάνει με τη ζήτηση, και η ζήτηση με την ιεραρχία αναγκών και συνηθειών. Από τη μία, λοιπόν, η τέχνη, και δη λόγω οικονομικών συγκυριών, έχει καταστεί πολυτέλεια, δεν βρίσκεται στην κορυφή των καθιερωμένων δαπανών. Από την άλλη, η τηλεόραση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής καθημερινότητας εδώ και χρόνια. Έχω δει πολλά σπίτια χωρίς βιβλιοθήκες· ούτε ένα χωρίς τηλεόραση. Σκοπός, βέβαια, δεν είναι να θυσιάσουμε το ένα στον βωμό του άλλου, αλλά να τα έχουμε και τα δύο στην καθημερινότητά μας, στον βαθμό που ο καθένας επιθυμεί.

Υπάρχει κόλπο για να κάνεις κάποιον να αγαπήσει το διάβασμα;

Όχι, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιο τέχνασμα για να αγαπήσει κανείς την οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί αγαπούμε τη μουσική, άλλοι το θέατρο, άλλοι τη ζωγραφική ή έναν συνδυασμό αυτών. Φυσικά, η έκθεση από μικρή ηλικία καλλιεργεί την αγάπη για το διάβασμα, όμως συχνά γίνεται με τη μορφή επιβολής, κάτι που τις περισσότερες περιπτώσεις φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν ένα παιδί βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν, θα διαβάσει. Λίγο ή πολύ, αδιάκοπα ή ανά περιόδους, δεν έχει σημασία. Όπως ανέφερα, η ανάγνωση είναι ανθρωποκεντρική πράξη. Έρευνες (όπως των Oatley και Mar) έχουν δείξει πως η λογοτεχνία καλλιεργεί την ενσυναίσθηση. Μας αποκαλύπτει κρυφές πτυχές του εαυτού μας. Μας ταξιδεύει σε φανταστικούς κόσμους, εμπνευσμένους από την πραγματική ζωή. Είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία.

Χρωστάω «ευχαριστώ» σε πολύ κόσμο, γιατί με στήριξε, μου δίδαξε και με ενέπνευσε ποικολοτρόπως, συχνά απρομελέτητα. Αλλά για τους σκοπούς αυτής της συνέντευξης, θα ξεχωρίσω δύο. Τον σύζυγό μου, που ήταν ο μεγαλύτερός μου σύμμαχος όλα αυτά τα χρόνια. Με έχει βοηθήσει πρακτικά και ηθικά όσο κανείς και είμαι ευτυχισμένη που τον έχω συνοδοιπόρο σε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι. Και την Ελένη Μπούρα, σύμβουλο ελληνικής πεζογραφίας στο Μεταίχμιο. Το ότι ο εκδοτικός οίκος που βρισκόταν στην κορυφή της λίστας μου δέχτηκε το «Σήκω από πάνω μου» ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή των προσπαθειών μου. Το ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με την Ελένη ήταν ασύλλυπτη τύχη και τιμή. Με εμπιστεύτηκε δίνοντάς μου την καλλιτεχνική ελευθερία που χρειαζόμουν, ενώ παράλληλα με καθοδηγούσε και με συμβούλευε με την αυτοπεποίθηση της τεράστιας εμπειρίας της, για να κάνει το καλό καλύτερο.

Στην καθημερινότητά μου εξοργίζομαι με την έπαρση. Τη δοκησισοφία. Την αδικία. Τη μικροπρέπεια. Προσπαθώ να θυμάμαι πως όλοι κουβαλάμε τις ιστορίες και τα τραύματά μας – εξάλλου αυτή είναι και η δουλειά μου: οι ιστορίες των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να πάρουμε την ευθύνη του εαυτού μας, να κοιταχτούμε με θάρρος στον καθρέφτη, να αναγνωρίσουμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας και, εν τέλει, να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας. Όπως έκανε και η Νίνα στο βιβλίο μου.

Αγαπημένος/η μου συγγραφέας είναι ο Τζούλιαν Μπαρνς, η Τζόις Κάρολ Όουτς, ο Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, η Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – πιστέψτε με, η λίστα μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές.

Ποστάρω άρα υπάρχω; Όσο και μιλάω άρα υπάρχω. Δεν είμαι εναντίον της τεχνολογίας, ποτέ δεν ήμουν. Θεωρώ πως οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε με τις εξελίξεις, στον βαθμό φυσικά που παραμένουμε συναισθηματικά αρτιμελείς, δεν ακρωτηριαζόμαστε. Απλώς, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκθέτουν όλες μας τις διαστάσεις, όχι μόνο αυτές που επιθυμούμε να προβάλουμε, όσο κι αν πασχίζουμε για το αντίθετο. Η αμετροέπεια είναι επιζήμια σε όλες τις εκφάνσεις της.

Ιnfo

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Από το 2003 έως το 2020, έζησα στην Αγγλία, όπου εργάστηκα στην κινηματογραφική βιομηχανία και την Ανώτατη Εκπαίδευση. Το 2020 επαναπατρίστηκα με την οικογένειά μου στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζω. Είμαι διδάκτωρ δημιουργικής γραφής με μονογραφία πάνω στη δημιουργία του μυθοπλαστικού χαρακτήρα, που κυκλοφορεί διεθνώς από τον Routledge, New York.

Οι ήρωες των βιβλίων με συνεπαίρνουν και στους δικούς μου δίνω απόλυτη ελευθερία. Τους παρατηρώ, τους παρακολουθώ και μου αφηγούνται αβίαστα τις διαδρομές τους. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες γυναικών που δεν εμπίπτουν στο κοινωνικό προσδοκώμενο – τη γυναίκα αντιήρωα που ανέκαθεν προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στις ευνουχιστικές κοινωνικές επιταγές. Αυτή τη στιγμή, έχω δύο καινούργια μυθιστορήματα στα σκαριά και προσπαθώ να αποφασίσω με ποιο θα συνεχίσω!

Γιάννης Καφάτος: Μπαμπάς του Αντώνη και της Μαρίνας, δημοσιογράφος, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών, λάτρης των βιβλίων, της μουσικής, των ταξιδιών, περιστασιακός tattoer και Dj
X