Αποφάσισα να γίνω συγγραφέας όταν… αν και δυσκολεύομαι με την οικειοποίηση του όρου, τα πρώτο έναυσμα να δοκιμάσω τη λογοτεχνική γραφή ήταν όταν ένιωσα την ανάγκη να απαντήσω στα αναγνώσματά μου. Πιστεύω ότι γράφουμε ό,τι διαβάζουμε, και είμαστε αυτά που γράφουμε.
Το πρώτο μου βιβλίο είναι το «Ο Βαρδάρης Φύσαγε Λερός». Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που περιπλέκει γραμμικά τη μυθοπλασία με τα ιστορικά γεγονότα της κατοχικής Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1941-1944, εστιάζοντας κύρια στο πογκρόμ ενάντια στην Εβραϊκή Κοινότητα της πόλης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι χαρακτήρες, η πόλη, η ιστορία, ακόμα και τα στοιχεία της φύσης πρωταγωνιστούν και μεταλλάσσονται οδυνηρά. Ταυτόχρονα, η μυθοπλασία εκτυλίσσεται και στην Αλεξανδρούπολη, τη Μάκρη, και το Δέλτα του Έβρου την ίδια περίοδο. Οι δύο τόποι συναντιούνται μέσα από τους ήρωες της μυθοπλασίας σε ένα κείμενο που αποπνέει έντονο αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό άνεμο.
Το βιβλίο που διάβασα και μου έβαλε το σαράκι της συγγραφής, ήταν το «Λίγες και μία Νύχτες» του Ισίδωρου Ζουργού, από το οποίο είναι φανερά επηρεασμένος ο κόσμος του «Βαρδάρη». Μάλιστα, σε ένα σημείο του βιβλίου, ο Ζουργός αναφέρει ότι ένα από τα ορμητήρια για διαφυγή των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί ήταν το μικρό Λιμανάκι της Μάκρης κοντά στην Αλεξανδρούπολη. Ακριβώς αυτή η αναφορά ήταν που πίεσε την εσωτερική μου σκανδάλη ώστε να ενώσω τους δύο τόπους, Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη, περιπλέκοντας τη μυθοπλασία με την ιστορία.
Το να βγάλεις βιβλίο στην Ελλάδα είναι, ένα πιο εύκολο εγχείρημα από όσο περίμενα αρχικά. Ωστόσο είναι απείρως πιο δύσκολο, σχεδόν απροσπέλαστο, να φτάσει το βιβλίο στα χέρια των αναγνωστών και να διαβαστεί.
Οι Λέσχες Ανάγνωσης κατά τη γνώμη μου είναι φορείς πολιτισμού. Η Λέσχη Ανάγνωσης έχει τη δύναμη της ένωσης ανθρώπων με κοινό παρονομαστή το βιβλίο. Κάθε αναγνώστης έχει την ανάγκη να εξωτερικεύσει αυτό που διάβασε, να το συζητήσει, να το κριτικάρει να το αποθεώσει. Όταν αυτό γίνεται με καλή παρέα η μαγεία του βιβλίου αυξάνει γεωμετρικά.
Διαβάζουν τελικά οι Έλληνες; Υπάρχει ένα inside joke στο χώρο του βιβλίου, ότι οι συγγραφείς στην Ελλάδα είναι περισσότεροι από τους αναγνώστες. Η αίσθησή μου λοιπόν είναι, ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει. Θεωρώ ότι είναι μια γενικότερη απόρροια της διαρκούς κατάπτωσης της ελληνικής κοινωνίας. Η δεκαετής οικονομική κρίση, το χαστούκι που φάγαμε όλοι μας, προσέθεσε σκληράδα στον Έλληνα, και τον συντηρητικοποίησε ακόμα περισσότερο. Το βιβλίο χρειάζεται ελεύθερο πνεύμα, ελεύθερους ανθρώπους, και μια γλυκύτητα στη ματιά, που θεωρώ ότι φθίνει στη χώρα μας. Ζηλεύω κάθε φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό όταν βλέπω, από ηλικιωμένες κυρίες μέχρι και νεαρά παιδιά να βγάζουν ένα βιβλίο από τη τσάντα για να διαβάσουν μέχρι να φτάσουν στο προορισμό τους. Στην Ελλάδα το φαινόμενο σπανίζει.
Υπάρχει κόλπο για να κάνεις κάποιον να αγαπήσει το διάβασμα; Δεν υπάρχουν κόλπα, συνταγές και τεχνικές στον έρωτα. Το βιβλίο είναι αγάπη, είναι έρωτας είναι τρόπος ζωής. Δεν διδάσκεται η ανάσα, είναι έμφυτος τρόπος επιβίωσης. Έτσι και το βιβλίο και η ανάγνωση.
Περισσότερο από όλους με βοήθησε η οικογένειά μου. Το βιβλίο για να γραφτεί το θεώρησα ένα family project. Δεν είμαι από εκείνους που απομονώνονται σε ένα γραφείο και ολημερίς γράφουν και σκίζουν. Η διαδικασία της γραφής γίνεται σε κοινή θέα μέσα στο σπίτι, με την έφηβη κόρη μου και τη σύζυγό μου να είναι πάντα οι πρώτοι αναγνώστες, ενώ συνεχώς συζητάμε την πλοκή και την εξέλιξη των χαρακτήρων. Ακόμα και ο εννιάχρονος γιος μου εμπλέκεται πολύ συχνά στη διαδικασία. Ωστόσο δεν μπορώ να παραλείψω να αναφέρω τη Φωτεινή Ναούμ, συγγραφέα, η οποία μου άνοιξε ένα παράθυρο στο μυαλό μέσα από ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, τον Πάνο Κεβόπουλο νεότευκτο φίλο και συνοδοιπόρο στο ταξίδι της γραφής, και την αγαπημένη μου βιβλιοπώλισσα Φωτεινή Σκαρλακίδου.
Αγαπημένος ξένος λογοτέχνης. Άμος Όζ
Αγαπημένος Έλληνας λογοτέχνης. Ισίδωρος Ζουργός
Στην καθημερινότητά μου εξοργίζομαι, με τον ωχαδερφισμό, τη μαγκιά, το ξέρεις ποιος είμαι εγώ…, την ασέβεια, και το ότι η ευγένεια έχει φτάσει να θεωρείται αδυναμία για κάποιους.
Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει κάποιος. «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας» Νίκος Δήμου. Ένα ταξίδι προς τα μέσα που θα πρέπει να διαβαστεί από κάθε Έλληνα.
Αυτό που δεν αντέχω στην Ελλάδα είναι τα συντηρητικά σύνδρομα που κατακλύζουν τη κοινωνία μας. Ο ρατσισμός, το εθνικό εγώ, η μη ανεκτικότητα και η χλεύη στο διαφορετικό, το έλλειμμα δικαιοσύνης, η αναξιοκρατία, η αποδοχή της καχεκτικής δημοκρατίας.
Αν είχα ένα μαγικό ραβδί θα άλλαζα αύριο στην ελληνική πραγματικότητα. Τους Έλληνες. Λίγα πράγματα θα κράταγα από τον σύγχρονο Έλληνα.
«Ποστάρω άρα υπάρχω;» Ποια η σχέση σας με τα social; Είναι μια νέα πραγματικότητα με την οποία μαθαίνουμε να ζούμε. Η δύναμη τους τεράστια. Απλά, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, χρειάζεται μέτρο, καθότι μπορεί να αντιστραφεί η δυναμική του και να προκαλέσει κακό. Όπως με ένα μαχαίρι μπορείς να αλείψεις μια φέτα ψωμί με βούτυρο ενώ ταυτόχρονα με το ίδιο μαχαίρι μπορείς να σκοτώσεις, έτσι και τα social και το διαδίκτυο. Η άλογη χρήση μπορεί να φέρει άσχημα αποτελέσματα. Προσωπικά, ενώ κάνω συχνά το λεγόμενο scrolling δεν ποστάρω συχνά, και όσο θα ήθελα, πράγμα που θέλω να αλλάξω.
Ιδιαίτερα, μετά τα γεγονότα που συνέβησαν στο τόπο μου την Αλεξανδρούπολη, την περίοδο των πυρκαγιών του καλοκαιριού, όταν αυτόκλητοι σερίφηδες κατέκλυσαν τη πόλη ψάχνοντας και δαιμονοποιώντας πρόσφυγες, ταυτόχρονα οι ίδιοι κατέκλυσαν και τα social media. Ζούσαμε μέρες δυστοπίας. Από τη μια η φύση και τα δάση γύρω από την πόλη αφέθηκαν στο έλεος της πυρκαγιάς, και από τη άλλη στο εσωτερικό της πόλη και στα social media θέριευε μια άλλη πυρκαγιά, αυτή του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας, η οποία έμεινε δυστυχώς άσβεστη. Θα είμαστε υπόλογοι από τον ιστορικό του μέλλοντος όσοι σωπάσαμε τις κρίσιμες μέρες.
INFO
Το νέο βιβλίο που ετοιμάζω, αποτελεί και πάλι ένα μυθοπλαστικό ψηφιδωτό μέσα σε δεδομένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Τα ιστορικά γεγονότα, η πολιτική, οι κοινωνικοί αγώνες, και η ανθρωπογεωγραφία, τρέφουν τα γραπτά μου. Τα μόνα στοιχεία που μπορώ να δώσω είναι ο χρόνος, ο οποίος είναι μεταξύ 1936 και 1956 και ο τόπος που είναι η Θεσσαλονίκη και η Δράμα.