Όταν ξεκίνησα να έχω πιο κοντινή επαφή με τον κόσμο του graffiti άκουσα ότι οι καλλιτέχνες αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «writer». Οπότε το πρώτο πρώτο που τον ρώτησα ήταν αυτό:«Γιατί “writers”;».
Η απάντηση του lune.82 είναι πολύ απλή· επειδή οι graffiti writers γράφουν το ψευδώνυμό τους (tag). Υπό τη σύγχρονη μορφή του(δηλαδή να γράφεις/ζωγραφίζεις το tag σου) ξεκίνησε από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα στην Αμερική γύρω στη δεκαετία του ’70, τότε που η κοινωνικοοικονομική κρίση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της.
Μάλιστα ενας από τους πρωτεργάτες του κινήματος ήταν ο Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης γκράφιτι με το tag «TAKI 183», που προερχόταν από τη σύντμηση του ονόματός του (Dimitraki) και τη διεύθυνσή του επί της 183ης οδού στο Washington Heights. Ως πεζός κούριερ στη Νέα Υόρκη βρισκόταν συνέχεια στους δρόμους της μεγαλούπολης, αποκτώντας τη συνήθεια να γράφει το ψευδώνυμό του στους τοίχους της πόλης, σε πόρτες αλλά και σε πινακίδες.
Μια άλλη… περίεργη λειτουργία του graffiti είναι ότι λειτουργεί ως είδος ιχνηλάτησης, ένας τρόπος να πλοηγείσαι σε μια πόλη που ακόμη καλά καλά δεν την ξέρεις. Αφήνεις τα σημάδια σου στις γωνιές της πόλης και έτσι θυμάσαι τα πού και πότε.
Το 1973 το graffiti απέκτησε χρώμα στην κυριολεξία. Τα tags έδωσαν τη σκυτάλη σε μεγάλα ζωγραφισμένα γράμματα με σπρέι, εμπλουτισμένα σιγά σιγά με περισσότερα εικαστικά στοιχεία και χαρακτήρες, χρωματικές συνθέσεις και στοιχεία στο φόντο κάθε κομματιού, με προοπτική και διάφορα στοιχεία ανάλογα με την περίσταση και τον χρόνο δημιουργίας κάθε κομματιού. Από το σημείο αυτό και μετά η τέχνη αυτή εξελίσσεται αδιάκοπα.
Το graffiti για τον ίδιο σίγουρα αποτελεί πηγαία εσωτερική ανάγκη έκφρασης και δημιουργίας. «Οι γραμμές, ορατές ή υπονοούμενες μέσω αρμονιών, συμμετριών ή και ασυμμετριών, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη μου να βάλω σε μια εικονική τάξη το χάος που με περιβάλλει. Ένας τρόπος να ξεφύγω, να αντιδράσω με κάποιον τρόπο στην γκρίζα τσιμεντένια πραγματικότητα. Είναι μια προσπάθεια εξιδανίκευσης του ήδη υπάρχοντος αλλά και δημιουργίας ενός άλλου, εικονικού, δικού μου κόσμου».
Είναι μόνο ανάγκη για δημιουργική έκφραση; αναρωτιέμαι. «Γιατί δεν το κάνεις σε έναν ιδιωτικό χώρο, σε έναν καμβά;»τον ρωτάω. «Η φήμη και η υστεροφημία είναι δύο πάρα πολύ σημαντικοί παράγοντες του graffiti και είναι συνυφασμένες με την κουλτούρα του tagging. Οι πρώτοι taggers (βλ. TAKI 183 & Cornbread) έγραφαν το ψευδώνυμό τους, το tag τους δηλαδή, παντού στις γειτονιές και τις πόλεις τους. Πέρα από την ανάγκη για δημιουργία, εξέφραζε και την ανάγκη για φήμη και προσοχή. Όταν κάνεις tagging σε μια περιοχή ή μια πόλη θες να δείξεις στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας αλλά και στην κοινωνία ότι “κοιτάχτε, πέρασα από εδώ ή είμαι εδώ ή ήμουν κι εγώ εδώ”. Είναι σαν ζωντανή δήλωση στο παρόν και το μέλλον – όσο κρατήσει, γιατί η τέχνη του graffiti είναι εφήμερη, αλλά το όνομα μπορεί να μείνει για πάντα και να περάσει από γενιά σε γενιά.
Ένα κίνητρο για να φαίνεσαι με το όνομά σου μέσα σε αυτό το χάος, να σταματήσεις να είσαι απλώς ένας ακόμη αριθμός που επαναλαμβάνει μια αέναη ρουτίνα επιβίωσης. Τα tags, τα styles, τα street bombs ή τα κομμάτια στα τρένα είναι ο τρόπος του writer να αποκτήσει με τον δικό του DIY τρόπο φωνή στην πόλη, να αφήσει την ιστορία του –γραπτή και άγραφη– στους δρόμους όπου και ανήκει, να σχολιάσει τα διάφορα τεκταινόμενα της εποχής, κοινωνικά και πολιτικά».Γνωστό και το σύνθημα «Όταν την ψυχή μας πιέζουν, τα σπρέι μας ζητωκραυγάζουν!».
Και συνεχίζει «Προσωπικά, λόγω του περιορισμού του χρόνου και των μέσων που διαθέτεις, λόγω της παράνομης ή νόμιμης φύσης του κάθε action, το βλέπω ως πρόκληση να προσπαθώ να αποδώσω κάθε φορά το μέγιστο των ικανοτητών μου, καλλιτεχνικών και πρακτικών, σε κάθε κομμάτι που κανω!».
Ρωτώντας τον lune.82 για το προσωπικό του στιλ και τον φόβο μην πέσει στο τέλμα της καλλιτεχνικής δυστοκίας μού απαντά πως «Καταρχάς, το δικό μου αγαπημένο κομμάτι στο graffiti είναι να κάνω “styles” (σ.σ.: κομμάτια). Το κύριο στιλ και flavor που έχω σήμερα το αντιλήφθηκα γύρω στο 2017. Η γραμμή μου ήταν από την αρχή καθαρή και απόλυτη, καθώς οι φόρμες και οι εμφανείς –πάντα– επιρροές εδράζονται στον φουτουρισμό, στη γραφιστική, την τυπογραφία (lettering), στο true school style της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου, καθώς και στη retro sci-fi αισθητική των 80ς, με στοιχεία του optical και kinetic art, αλλά καθορίζεται και από την ιδεολογία μου. Πιστεύω ότι η προσωπική μου εξέλιξη ως καλλιτέχνη δεν έχει όρια· το μόνο όριο είναι ο φόβος της μη όρεξης για ζωή και τέχνη – που για εμένα αυτά τα δύο είναι συνυφασμένα σε ένα ενιαίο και αδιάρρηκτο σύνολο».
Πώς μαθαίνει κανείς να «γράφει»;
«Από τη γέννησή του το graffiti είναι τέχνη αυτοδίδακτη, αδύνατο να μεταλαμπαδευτεί μέσω κάποιου συστημικού ή ιδιωτικού ιδρύματος. Σίγουρα κάποιες τεχνικές περνάνε από τους παλαιότερους στους νεότερους, αλλά εξαρτάται από την προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη, την παιδεία του και το πόσο ανοιχτός είναι να σου δείξει.
Οπότε εναπόκειται στον καθένα που ασχολείται το πόσο το ψάχνει και το αγαπάει και πόσο χρόνο από τη ζωή του είναι διατεθειμένος να επενδύσει – ή να χάσει, όπως το βλέπει κανείς!
Τα τελευταία χρόνια χάρη στο διαδίκτυο υπάρχουν περισσότερες πηγές γνώσης και δυνατότητες επικοινωνίας με άλλους graffiti writers και graffiti artists από όλο τον πλανήτη! Όταν είχα ξεκινήσει να κάνω graffiti, κάπου στο 1998, οι πηγές πληροφόρησης που είχαμε ήταν τα περιοδικά από το εξωτερικό, κάνα δυο βιβλία από Ελλάδα και ό,τι βλέπαμε στην τηλεόραση, στις εφημερίδες και τις βιντεοκασέτες. Μαζευόμασταν στο σπίτι όποιου είχε βίντεο και βλέπαμε ό,τι βιντεοκασέτα με graffiti βρίσκαμε! Όλα ήταν πιο αργά τότε και πιο αγνά, κατά μια έννοια. Έπρεπε να σκύψεις με μεράκι πάνω στην τέχνη.
Από την άλλη, το αρνητικό με το διαδίκτυο και την επέλαση των social media είναι ότι ολοένα και περισσότερο οι writers ή artists εκτιθόμαστε στο τι είναι μόδα παγκοσμίως, με αποτέλεσμα ο καθένας να έχει τη δυνατότητα να αντιγράψει και να κλέψει κάποιο στιλ από την άλλη άκρη του πλανήτη. Έτσι όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσει το στιλ του, το flavour του –όπως λένε στη γλώσσα μας οι writers– και να γίνει ακόμη ένας ακόλουθος ενός κύματος. Αυτό είναι κόντρα στη φύση του graffiti, στο οποίο προεξάρχοντα ρόλο διαδραματίζουν η αυθεντικότητα, η πρωτοτυπία, το προσωπικό στιλ και η ξεχωριστή αισθητική ως ανάγκη έκφρασης της δημιουργικής ατομικότητας/ταυτότητας κάθε γραφέα.
Για να λέμε όμως και τα θετικά, το διαδίκτυο συνέβαλε πολύ στο να μάθει περισσότερα ο κόσμος για το graffiti, να το αποδεχτεί και να το αγκαλιάσει μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας».
Οι σχέσεις μέσα κι έξω από την κοινότητα των writers είναι πολύ ιδιοσυγκρασιακές, ιδιόρρυθμες. Οι έξωθεν κίνδυνοι είναι πολλοί και δημιουργούν ισχυρούς δεσμούς εντός του community. Ωστόσο, παραλληλα, είναι πολύ έντονο το στοιχείο του ανταγωνισμού και της «ιδιοκτησίας» των spots σε τοίχους και περισσότερο στα train yards.
Έτσι, ενώ γενικά το graffiti είναι μια τέχνη ελεύθερη, οι κανόνες που το διέπουν και διαγράφουν τα όριά του είναι αυτοί του δρόμου. Όπως π.χ. ότι οι νεότεροι δεν «πατάνε» κάποιον παλιότερο που έχει κάνει καλύτερο κομμάτι ή θεωρείται legend της φάσης.
Πέραν του στοιχείου της ατομικής έκφρασης, στο τέλος της μέρας το graffiti είναι τρόπος κοινωνικοποίησης, μια κοινότητα στην οποία αισθάνεσαι το ανήκειν. «Μέσα από το graffiti απέκτησα φίλους καλούς που τους θεωρώ πολύ κοντινούς μου και τους εμπιστεύομαι. Ένα άλλο κίνητρο που με ωθεί να βγω να γράψω ή να βάψω είναι ότι πάντα παρουσιάζεται σαν ευκαιρια να συναντήσω φίλους και γνωστούς που τους θεωρώ δικά μου παιδιά και να έχω αμοιβαία αλληλεπίδραση με ένα κοινό πλάνο» μου εκμυστηρεύεται.
Φτάνοντας στο σήμερα, το graffiti αγγίζει όλες τις κοινωνικές τάξεις, από την πιο χαμηλή μέχρι την πιο υψηλή, σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Έχει μπει σε γκαλερί, ιδρύματα, σπίτια, δημόσια κτίρια, μαγαζιά αλλά και μουσεία. Από την υπόγεια μορφή του, που ακόμη υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα γιατί αυτή είναι η πρωταρχική του,έχει ενσωματωθεί στην κυρίαρχη κουλτούρα και έχει μετονομαστεί σε «street art». Ιδίως την τελευταία δεκαετία με εξωστρεφείς δράσεις και συμμετοχές σε φεστιβάλ διεθνούς βεληνεκούς οι graffiti writers μετέτρεψαν την Αθήνα σε Μέκκα του ευρωπαϊκού graffiti, κάτι που αναβάθμισε όλη τη σκηνή και βοήθησε την ελληνική κοινωνία συνολικά να αντιληφθεί διαφορετικά το graffiti ως τέχνη έκφρασης και αισθητικής παρέμβασης.
Λόγω του ότι είδα πρώτη φορά έργο του κρεμασμένο στο exhibition Coup de coeur του art.and.about_στη Βίλα Στέλλα, αναρωτιέμαι πώς πέρασε από το graffiti στις άλλες τέχνες και τελικά τι κάνει ο lune.82 σήμερα.
«Με το graffiti ασχολούμαι από το 1998 και ξεκίνησα να κάνω τοιχογραφίες επί πληρωμή γύρω στο 2007-08. Αυτό σιγά σιγά προχώρησε και εξελίχθηκε με τον καιρό και το 2011 πήρα μέρος για πρώτη φορά σε μια ομαδική έκθεση που είχα διοργανώσει με ένα από τα graffiti crews μου, τους USE. Τότε είχα και την πρώτη μου επαφή με τον καμβά και τον χώρο των γκαλερί.
Η ενασχόλησή μου με τους πίνακες και τα έργα τέχνης δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα και δεν πιστεύω πως θα σταματήσει ποτέ. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισα να ασχολούμαι και με το illustration και τον σχεδιασμό lettering logos & logos. Μου αρέσει η πρόκληση της εφαρμογής των γραμμάτων αλλά και της τέχνης μου σε όλες τις επιφάνειες, με διαφορετικά δημιουργικά μέσα κάθε φορά.
Με αυτήν τη λογική μπήκα και στον χώρο του τατουάζ, που είναι και η πιο δύσκολη πρόκληση που είχα ποτέ· το πιο σημαντικό στην τέχνη αυτή είναι ότι ο καμβάς μου είναι ζωντανός!».