Ο Κώστας Μυλώσης, δημιουργός και φωνή του συγκροτήματος Δυτικές Συνοικίες από τη Μενεμένη της Θεσσαλονίκης, ζει μόνιμα στην Κατερίνη, κάνει σόλο καριέρα, εμφανίζεται σε όλη την Ελλάδα και μας μίλησε για την απότομη επιτυχία και τον επαναπροσδιορισμό του χωρίς την μπάντα του.
Ήταν το μακρινό 2001, όταν τα καλοκαίρια μας άλλαξαν για πάντα. Οι Δυτικές Συνοικίες έβγαλαν τα Καλοκαιρινά Ραντεβού, δεν πίστεψαν ιδιαίτερα σε αυτό το κομμάτι, αλλά λίγους μήνες μετά το κοινό είχε πάρει την απόφασή του. Απλά δεν ξέραμε ότι θα μιλούσαμε για αυτό, δεκαετίες μετά.
Ο Κώστας Μυλώσης, δημιουργός και φωνή του συγκροτήματος από τη Μενεμένη της Θεσσαλονίκης, ζει μόνιμα στην Κατερίνη, κάνει σόλο καριέρα, εμφανίζεται σε όλη την Ελλάδα και μας μίλησε για την απότομη επιτυχία και τον επαναπροσδιορισμό του χωρίς τις Δυτικές Συνοικίες. «Ξεκινήσαμε δύο παιδικοί φίλοι, εγώ κι ο Βασίλης Μαντζουράνης. Γράφαμε τραγούδια στο σχολείο και το 1996, μαζί με τον Κώστα Αράπη ιδρύσαμε τις Δυτικές Συνοικίες αν και εκείνος επέλεξε να αποχωρήσει πολύ γρήγορα. Το όνομα δήλωνε τις ρίζες μας, μια περιοχή που τότε ήταν αρκετά υποβαθμισμένη. Ευτυχώς, τα πράγματα άλλαξαν με τα χρόνια, οι άνθρωποι δήλωναν υπερήφανοι για την καταγωγή τους και μάλλον οφείλεται στο συγκρότημα».
Η δισκογραφία
«Το όνειρο που είχαμε με τον Βασίλη ήταν να βγάλουμε έναν δίσκο και να ακούγονται τα τραγούδια μας στο ραδιόφωνο. Ξεκινήσαμε να χτυπάμε τις πόρτες των δισκογραφικών κάπου στο 1998. Παίρναμε τρένο ή λεωφορείο για να κατέβουμε στην Αθήνα, με ένα demo στα χέρια μας. Ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε, μέχρι που εμφανίστηκε η Alpha Records, η οποία τότε έψαχνε ένα συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς τότε είχαν προηγηθεί οι Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και οι Μπλε και όλοι πίστευαν ότι ό,τι έρχεται από την πόλη μας, είναι καλό. Σκέψου ότι δεν χρειάστηκε καν να αφήσουμε demo».
Τα “Καλοκαιρινά Ραντεβού”
«Δεν το είχαμε πιστέψει και πολύ γιατί δεν ήταν καλή η ηχογράφηση, αλλά κάτι μάς έλεγε να το βάλουμε πρώτο στο demo». Τι έπαιξε όμως ρόλο στο να κάνει την επιτυχία που έκανε; «Θεωρώ ότι ήταν πολλοί παράγοντες. Έβγαλε μία αμεσότητα και ένα ωραίο συναίσθημα, παρόλο που δεν είχαμε τα χρήματα να κάνουμε την τελική ανάλυση στον ήχο. Το ότι υμνεί τον έρωτα και το ελληνικό καλοκαίρι, έκανε τους ανθρώπους να ταυτιστούν. Μας έπαιξαν πολύ τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις, αλλά εμείς το καταλάβαμε τελευταίοι. Και ξέρεις, υπάρχει το εξής παράδοξο. Ο δίσκος «Της Ίριδας τα Χρώματα» κυκλοφόρησε αρχές Ιουλίου του 2001 και δεν πρόλαβε να ακουστεί πολύ. Κάπως όμως φούσκωνε σιγά σιγά αλλά πήρε πάνω από έναν χρόνο. Θυμάμαι τον Νοέμβριο του 2001 παίζαμε στην Ξάνθη και επειδή είχε χειμωνιάσει, το είχαμε βγάλει από το setlist. Ήταν σε ένα φοιτητικό στέκι που είχαν έρθει στο soundcheck, με πλησιάζει ένα παλικάρι και με ρωτά αν θα παίξουμε τα Καλοκαιρινά Ραντεβού. Όταν του είπα όχι, μου απαντά «Είσαι τρελός; Γι αυτό το τραγούδι θα έρθει απόψε όλη η Ξάνθη». Το κάναμε πρόβα και εκείνο το βράδυ το παίξαμε 4 φορές».
Γιατί ακούμε ακόμα τα Καλοκαιρινά Ραντεβού με τόσο πάθος;
«Καλή ερώτηση, αλλά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Έχει ξεσηκωτικό ρυθμό, έρωτα αλλά είναι και κάτι ακόμα. Τα περισσότερα τραγούδια έχουν πόνο και απουσία, ενώ τα χαρούμενα είναι λιγοστά. Ίσως αυτό έκανε τη διαφορά. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι ξανέγιναν πολύ ρομαντικοί, αλλά βλέπω στις συναυλίες μου σήμερα πολύ νέα παιδιά που το αγαπούν το κομμάτι και μου λένε ότι έχουν ταυτιστεί. Ανήκουμε σίγουρα σε μία εποχή καλλιτεχνών που έδωσαν πολύ ωραία πράγματα, τη δεκαετία του ‘90 και αρχές του 2000. Καλό θα ήταν να ξαναζωντανέψει. Έχουμε μιλήσει πάντως στο παρελθόν για reunion με την μπάντα, αλλά παλιά ήταν πιο «ζεστό». Οι πιθανότητες λιγοστεύουν αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Είναι κατάρα να κάνεις τόσο μεγάλο hit;
«Υπήρξαν τραγούδια που έκαναν επιτυχία όπως το “Πες μου γιατί” ή ο “Δον Κιχώτης”, αλλά σίγουρα όχι στην ίδια ένταση με τα Καλοκαιρινά Ραντεβού. Δεν ξέρω αν είναι ευχή και κατάρα, αλλά για εμάς ήταν μεγάλη ευλογία. Ήμασταν δύο παιδικοί φίλοι σε μία μπάντα της γειτονιάς και φτάσαμε να κάνουμε συναυλίες σε μεγάλα φεστιβάλ, να έχουμε χρυσό δίσκο σε Ελλάδα και Κύπρο και να τραγουδά ο κόσμος τα κομμάτια μας».
«Αφού όμως μιλάμε για δυσκολία, εγώ βίωσα το εξής. Ότι για καιρό ήμουν ο τραγουδιστής από τις Δυτικές Συνοικίες και όχι ο Κώστας Μυλώσης. Το είχα συζητήσει και με τον Παύλο Παυλίδη. Πάλεψα πολύ να μπω στη συνείδηση του κοινού και το κατάφερα μόλις τα τελευταία χρόνια».
Η σόλο καριέρα του Κώστα Μυλώση
«Ζούσαμε το όνειρό μας ως Δυτικές Συνοικίες, εκπληρώνοντας πολλά πράγματα που είχα στο μυαλό μου, ίσως και περισσότερα. Το 2009 αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα διάλειμμα εξαιτίας προσωπικών λόγων για κάποια από τα μέλη. Ρίξαμε τους ρυθμούς για να μην φθαρούμε και απογοητεύσουμε τον κόσμο αλλά το διάλειμμα μεγάλωσε και κάναμε τα δικά μας. Εγώ το 2010 έκανα το πρώτο μου προσωπικό CD single, «Ο Καλλιτέχνης του δρόμου» και μάλιστα σε μία μεταβατική εποχή. Έπεσαν οι πωλήσεις, άρχισαν να χάνονται τα CD και μπήκαμε σε μία ψηφιακή φάση με το YouTube, το Spotify κλπ. Όλα έτρεχαν με τρελούς ρυθμούς και έπρεπε να τα παρακολουθείς συνέχεια. Δεν ήμουν ένας από αυτούς και νιώθω ότι τώρα είμαι πιο ενεργός. Με επηρέασε πολύ ο COVID σε αυτό, κλήθηκα να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου. Τα τελευταία 2 χρόνια έχω βγει πολύ πιο δυναμικά, και δισκογραφικά και με συναυλίες. Την Παρασκευή κυκλοφόρησε το νέο μου τραγούδι «Σπασμένη Κιθάρα», σε μουσική του Χρήστου Παπαδόπουλου από τα Παιδιά της Πάτρας. Τον ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκε. Την ενορχήστρωση έχει κάνει ο κιθαρίστας μου, ο Κώστας Βρεττός που είναι δεξιοτέχνης και παίζει finger style. Είναι από τους κορυφαίους κιθαρίστες».
Καλλιτέχνης τότε και το τώρα
«Όταν έγινα σόλο καλλιτέχνης, επικεντρώθηκα πολύ στις συναυλίες και άργησα να μπω στην ψηφιακή εποχή. Τελευταία όμως συνεργάζομαι ξανά με την Alpha Records και τα πράγματα πάνε καλύτερα στο κομμάτι της επικοινωνίας. Η μεγαλύτερη διαφορά ήταν ότι τότε η καριέρα μας εξαρτιόταν από το πόσο θα μας παίξουν τα ραδιόφωνα και η τηλεόραση. Τώρα σου δίνεται η ευκαιρία ακόμα και αν το παλεύεις μόνος σου ως καλλιτέχνης. Τα social media σού το επιτρέπουν. Κάθε εποχή έχει τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες της. Το θέμα είναι να είμαστε συνεπείς σε αυτό που κάνουμε και να το πιστεύουμε».
Οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες
«Για εμένα, μεγάλη έμπνευση ήταν και είναι η τρομερή φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Επίσης, θαύμαζα πολύ τον Νίκο Παπάζογλου για τη μεγάλη του αγάπη για τη μουσική και πώς τα κατάφερε μόνος του στη Θεσσαλονίκη, και τους αδερφούς Κατσιμίχα για το μοναδικό τους στιλ και στίχους. Από νεότερους, ξεχωρίζω τη Νατάσα Μποφίλιου και λόγω φωνής αλλά και επειδή έχει κοινωνικό λόγο, παρόλο που πλέον έχει καθιερωθεί όπως και την Ελεονώρα Ζουγανέλη.
*Διαβάστε ακόμη: Όλα τα σπουδαία πάρτυ της ζωής της Nalyssa Green