Συνεντεύξεις

Ο Μιχάλης Καμάκας μιλάει για το πρώτο του ντοκιμαντέρ, “Αρμάνοι οι Βλάχοι”

“Έχω ένα όνειρο όπου είμαι το κορίτσι που γίνεται φώκια”· είναι ένας στίχος από το ποίημα “Selkie” μέρος της ποιητικής συλλογής “Υδρίες” της Μάρθας Παναγιωτοπούλου.

Αυτή τη συλλογή κρατούσα στα χέρια μου, όταν πρωτογνώρισα το Μιχάλη στο 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου τον περασμένο Σεπτέμβρη έξω από ένα πάγκο εκδοτικού οίκου στο Πεδίον του Άρεως.

“Φώκιες”, “Βλάχοι”, μα τι κοινό έχουν μεταξύ τους;
Αν το σκεφτεί κανείς λίγο παραπάνω, θα διαπιστώσει πως η πρώτη λέξη έχει εμπεδωθεί στην κοινή συνείδηση ως συνώνυμο της γυναίκας που δεν πληροί τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς, η δεύτερη δε ως συνώνυμο των άξεστων ανθρώπων με τους τραχείς τρόπους.

Κοινός παρονομαστής, λοιπόν; Το υποτιμητικό φορτίο που φέρουν.

Οι δυο νέοι δημιουργοί, θέτοντας στο κέντρο των έργων τους τις παραπάνω έννοιες, προσπαθούν να “αποχρωματίσουν”, να επανανοηματοδοτήσουν τις λέξεις, επιστρέφοντας στο σημαίνον -πέραν από την τιμή του, πολύ απλά- το αρχικό σημαινόμενο τους· από τη μία, λοιπόν, είναι τα συμπαθή θηλαστικά, που είναι υπό εξαφάνιση (“..πως μια μέρα όσο και αν μου αρέσει η μοναξιά θα βγω ατρόμητη στα ανοιχτά με αμέτρητες άλλες φώκιες.. κι αυξάνω έτσι κατά μία τον αριθμό μας· 601” – αναφερόμενη η πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια στις φώκιες “Monachus monachus”) και από την άλλη η φυλή των Αρμάνων Βλάχων του Μιχάλη Καμάκα, το πρώτο ντοκιμαντέρ του οποίου κάνει πρεμιέρα σήμερα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στην αίθουσα Παύλος Ζάννας μετά τις 18:00.

Πριν, όμως, πούμε περισσότερα για το ντοκιμαντέρ, ποιός είναι ο Μιχάλης Καμάκας;

Σίγουρα, πριν ένα χρόνο κανείς δεν φανταζόταν ότι θα βρισκόταν στο Φεστιβάλ, ούτε όνειρό του ή στις επιδιώξεις του ήταν να ακολουθήσει την πορεία του ραδιοφωνικού παραγωγού και δη να έχει τη δική του εκπομπή “Urban Sounds” το Σαββατοκύριακο.
Προσωπικά, θυμάμαι σαν χθες την πρώτη φορά που τον άκουσα από τη συχνότητα του Kosmos 93.6 fm από το δέκτη της τηλεόρασης.
Ήταν 17 Δεκέμβρη του 2021, ήμουν σε ένα χωριό έξω από τα Φάρσαλα, το κούτσουρο είχε ριχθεί στο τζάκι και η εκπομπή της Kotsetaki Alone (κατά κόσμον Γιώτας Κοτσέτα) -που δεν χάνω ποτέ τα Σαββατοκύριακα- τελείωνε, αλλά η Γιώτα δεν έφυγε από το στούντιο. Έμεινε να προϋπαντήσει και να μας συστήσει το Μιχάλη. Όταν ρωτάω τον ίδιο τι θυμάται από εκείνη τη μέρα, μου λέει πως θυμάται μόνο το πρώτο on και το πρώτο τραγούδι· Move On Up από Curtis Mayfield. Δεν ήταν, όμως, η πρώτη φορά που βρισκόταν πίσω από το μικρόφωνο. Πρώτη του επαφή με το ραδιόφωνο ήταν με το Σκάϊ Κατερίνης και ύστερα με τον Nostos 100,6 fm.

Τι τον διαμόρφωσε τον ίδιο μουσικά;

Ο Μιχάλης γεννήθηκε και μεγάλωσε Κατερίνη. Τα ερεθίσματα και αντιστοίχως η πρόσβαση στη μουσική για ένα παιδί που μεγαλώνει εκεί λίγο πριν την αυγή του 2000, πριν δηλαδή την επέλαση του ίντερνετ και των streaming πλατφορμών ή καλά – καλά ακόμα και του YouTube, είναι αρκετά περιορισμένα. Από τα μαγαζιά στην Κατερίνη, το Πόλις -ομολογεί- πως καθόρισε τα μονοπάτια που ακολούθησε μετέπειτα στη μουσική, όπως και το Red και ο Δον Κιχώτης. Αλλά το Polis έχει ξεχωριστή θέση μες στην καρδιά του και ακόμα και σήμερα που έχει κλείσει, του λείπει πολύ· γιατί ήταν μαγαζί που είχε τύπο και ο Χρήστος που το έτρεχε ήταν -και είναι- ένας άνθρωπος με μεράκι. Είναι, δηλαδή, από αυτούς τους ένα – δυο “τρελούς” που δραστηριοποιούνται στην επαρχία και κόντρα στην ομοιομορφία της, σου προσφέρουν κάτι το διαφορετικό και κατ’ επέκταση γαλουχούν τις νέες γενιές.

Πηγαίνοντας η συζήτηση στους ραδιοφωνικούς σταθμούς που άκουγε στην εφηβεία, και οι δύο συνειδητοποιούμε πόσο ευγνώμονες είμαστε που στην Πιερία (καθότι και η δική μου καταγωγή κρατά από Λεπτοκαρυά) πιάναμε θεσσαλονικιώτικους σταθμούς. “Η Θεσσαλονίκη με μακρά παράδοση στο ραδιόφωνο πλαισιώνονταν από χαρισματικούς παραγωγούς με  παιδεία, οι οποίοι άφησαν παρακαταθήκη σε εμάς”, επισημαίνει ο ίδιος. Άκουγε πολύ Republic, Imagine (στα καλά του χρόνια), 1055 Rock, Velvet, αλλά και τον … “electro-pop-hit-dance” Zoo 90,8 fm, και ιδίως τις χαβαλετζίδικες κυριακάτικες εκπομπές του.

Η εκπομπή του Πετρίδη, επίσης, ήταν μεγάλο σχολείο που ευτυχώς έπαιζε -και παίζει μέχρι και σήμερα- που χάρη στους πομπούς της δημόσιας ραδιοφωνίας σε όλη την επικράτεια, αποκτά πανελλαδική εμβέλεια, δίνοντας πρόσβαση και σε ακροατές από όλη την επαρχία.

Που’ να ξερε ότι και ο ίδιος λίγα χρόνια μετά θα έκανε εκπομπή το Σαββατοκύριακο και δη από το δημόσιο ραδιόφωνο και σε κάθε εκπομπή του θα τον καλεί ένας  βοσκός;

“Ξες είναι ένα προγραμματισμένο ραντεβού που δίνεις κάθε φορά με κάποιους συγκεκριμένους ακροατές, που πια ξέρεις μέχρι και τι ώρα θα σε πάρουν τηλέφωνο. Πρέπει να βγαίνεις από το μικρόκοσμο της Αθήνας και να είσαι συνεπής απέναντι στους ανθρώπους που σε ακούν από όλη την Ελλάδα. Χώρια από το ότι παίζω μουσική ανάμεσα σε μεγαθήρια του χώρου, το γεγονός αυτό με επιφορτίζει με ένα ειδικότερο βάρος, γιατί και εγώ έτσι έμαθα μουσική”.

Τις πρώτες του κοπάνες δεν τις έκανε από το σχολείο, αλλά, όταν πήγαιναν Θεσσαλονίκη με την ομάδα μπάσκετ του Πιερικού, από τις σαββατιάτικες προπονήσεις και τους αγώνες, για να πάει Eightball, Μαύρο Πρόβατο και γενικά Λαδάδικα, Βαλαωρίτου, να πάει να βρει και να ακούει την αγαπημένη του μουσική… αλλά και για να φάει κρέπα από Valentino στην Ναυαρίνου και μπουγάτσα “Γιάννη”.

Εκεί γύρω στα δεκάξι – δεκαεφτά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης θυμάται την πρώτη του “σοβαρή” επαφή με την έβδομη Τέχνη. Ήταν το πρώτο του ερέθισμα που του μετέδωσε το “μικρόβιο” και έκτοτε το παρακολοθούσε συστηματικά κάθε χρόνο. Το ότι σήμερα το δικό του ντοκιμαντέρ θα προβληθεί για πρώτη φορά σε αυτό το θεσμό αποκτά με αυτόν τον τρόπο μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση.

“Αρμάνοι οι Βλάχοι; Giorgio Armani;”, αντιγυρίζω, χαριτολογώντας στο Μιχάλη. “Ναι, περιμένω και το χορηγό στην πρεμιέρα να μοιράζει μπουκαλάκια άρωμα.” Όχι, η λέξη “Αρμάνοι” βρίσκει τις ρίζες της ετυμολογικά στο στερητικό “-α” και Ρωμαίος, δηλαδή “εμείς που δεν είμαστε Ρωμαίοι”, μαρτυρώντας τη βαθιά ιστορική καταγωγή τους ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια. “Πρόκειται για βλαχόφωνους που με βάση τον ελλαδικό χώρο πέτυχαν στο εμπόριο και η δυναμική τους παρουσία διαγράφεται ήδη από το 17ο αιώνα. Τα ταξίδια με τα καραβάνια τους στα Βαλκάνια και σε όλη την Ευρώπη τους έδωσε μεγάλη οικονομική δύναμη αρχικά, αλλά και πνευματική στη συνέχεια, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της παιδείας πανευρωπαϊκά.” μου εξηγεί ο Μιχάλης.

Στο ντοκιμαντέρ, επίσης, θα δούμε τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισαν κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη διάδοση του πνεύματος και της κουλτούρας της Επανάστασης και στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης για την αναζήτηση της Ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.

Όταν η κουβέντα πάει στην καταγωγή και απαντάς πως είσαι Βλάχος, ε, έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό το κοροϊδευτικό γελάκι…η ανάγκη να αποκατασταθεί η έννοια αποτέλεσε το “καύσιμο” μου για να πω την ιστορία των Βλάχων”

Για τους Πόντιους μπορεί μεν να υπάρχουν όλα αυτά τα ανέκδοτα, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. Για τους Βλάχους δεν είναι έτσι· υπάρχει άγνοια και μεγάλη διαστρέβλωση. Ξέρεις, όλο αυτό ξεκίνησε από ένα προσωπικό μου βίωμα που σίγουρα έχει καταλαγιάσει με τα χρόνια. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα από την Κατερίνη (όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα) για να σπουδάσω στην Πάντειο, και ξεκινάς και γνωρίζεις ανθρώπους, όταν η κουβέντα πάει στην καταγωγή και απαντάς πως είσαι Βλάχος, ε, έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό το κοροϊδευτικό γελάκι.” μου λέει παραστατικά. “Το κοινωνικό πρόσημο, λοιπόν, και η ανάγκη να αποκατασταθεί η έννοια αποτέλεσε το “καύσιμο” μου για να πω την ιστορία των Βλάχων. “Βλάχος είναι η καταγωγή του, τίποτε άλλο. Ούτε η συμπεριφορά του, ούτε η εκφορά του λόγου του.”

Πάντως, το συχνότερο ερώτημα των φίλων και συνεργατών του για το αν “μας ξεβλάχεψε ο Πέτρος Κωστόπουλος” και “αν καταπιάστηκε με αυτό το ζήτημα στο ντοκιμαντέρ” μένει ρητορικό.

Αναφορικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, γυρνώντας το ντοκιμαντέρ, σίγουρα ξεχωρίζει το post-production, αλλά όλη γενικά η διαδικασία ήταν δύσκολη, καθώς -ως είθισται να συμβαίνει στα χειροποίητα, σχεδόν εντελώς αυτοχρηματοδοτούμενα εγχειρήματα- τα πάντα “περνούσαν από τα χέρια του”. Από το να ετοιμάσει τα διαδικαστικά, να κλείσει συνεντεύξεις με όλους αυτούς του επιφανείς ανθρώπους που μιλάνε στο ντοκιμαντέρ, από την ιστορικό Μαρία Ευθυμίου μέχρι το Γιάννη Μπουτάρη δηλαδή, να κάνει την έρευνα, να γράψει το σενάριο, να βρει τους οικονομικούς πόρους, μέχρι να πάρει τις πιο σημαντικές αποφάσεις αναφορικά με το κομμάτι της παραγωγής. Ευτυχώς, συνοδοιπόρους σε αυτό το ταξίδι είχε την ομάδα συνεργατών του που απαρτίζεται από το Λευτέρη Ασημακόπουλο στη Διεύθυνση φωτογραφίας, τον Ανδρέας Στανή στο Μοντάζ, το Γιάννη Καραγιώργος στην Ηχοληψία, τον Άρη Αντιβάχης, μαζί με τον οποίο ανέλαβαν το κομμάτι της παραγωγής, και τους Κώστα Παπαθανασιου και Γεωργία Κατσίμπουρα στην Καλλιτεχνική Διεύθυνση.

Ωστόσο, αυτή η κακοτράχαλη διαδρομή του επεφύλασσε και απίστευτης ομορφιάς ξέφωτα. Ένα από αυτά είναι η συνεργασία του με την Αλκυόνη, μια καλλιτέχνιδα που σέβεται, θαυμάζει και είναι σίγουρος ότι πολύ σύντομα θα διαπρέψει και στο εξωτερικό.

Το χρονικό της συνεργασίας τους πάει κάπως έτσι: Είναι ο Μιχάλης στο στούντιο μαζί με το μοντέρ του, είναι βράδυ, έχει φάει ώρες επί ωρών να ξεδιαλέξει τι κρατάει τι αφήνει από το υλικό που έχουν τραβήξει. Κατά τις 11 η ώρα το βράδυ τρώει μια φλασιά. “Εδώ κάτι θέλω”, σκέφτεται φωναχτά. Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι μαγικό· οραματίστηκε τη φωνή της Αλκυόνης να λέει ένα συγκεκριμένο κομμάτι σε μία συγκινησιακά φορτισμένη στιγμή του ντοκιμαντέρ.

Η Αλκυόνη αρχικά ήταν πολύ διστακτική. Βλέπεις, το κομμάτι είναι ευρέως γνωστό ως  “πανηγυρτζίδικο”. Και οι δύο το θέλανε να είναι σαν ένα μοιρολόι. Επί της ουσίας, έτσι ξεκίνησε η πορεία αυτού του τραγουδιού· ως μοιρολόι της μάνας για τα χαμένα παιδιά, απλά με την πάροδο των χρόνων μεταφέρθηκε στους γάμους και έτσι, συνδυάστηκε με τη χαρά.

Ενόσω οι ενδοιασμοί, λοιπόν, της Αλκυόνης ήταν ακόμα ισχυροί και η προθεσμία παράδοσης έτρεχε, γυρνάει και της λέει ο Μιχάλης: “‘Ακου θα σου αφήσω το slot. Aν δεν το κάνεις εσύ, εγώ δεν το βάζω, δεν θα καταφύγω σε εναλλακτική, αν και έχουμε υπέροχες φωνές”.
“Για κάποιο λόγο θες το ένστικτο του ανθρώπου που ασχολείται με τη μουσική;-  ήμουν πεπεισμένος ότι η Αλκυόνη θα το πει, όπως είχα φανταστεί ότι θα το πει“, μου επισημαίνει.

Έχοντας κατά νου, το άγχος και την ανησυχία όλων των δημιουργών για το πως τελικά θα αποτυπωθεί/εκτελεστεί, αυτό που εμπνεύστηκαν, τον ρωτώ: “Η εκτέλεση ήταν εφάμιλλη του οράματός σου;”Απαντά πολύ εμφατικά, σχεδόν ακαριαία: “Ήταν και πολύ καλύτερο! Ξεπέρασε τις προσδοκίες μου!”· καισυνεχίζει λέγοντας πως “μου στέλνει, λοιπόν, το κομμάτι η Αλκυόνη. Θυμάμαι είναι πρωί, λίγες μέρες πριν παραδώσω, λίγες μέρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία, δηλαδή, είμαι με το συνεργάτη μου, τον Ανδρέα το Στανή, και από την υπερένταση, γιατί είχε παίξει και πολλή αϋπνία. Όταν το άκουσα, συγκινήθηκα πάρα πολύ. και η φωνή του τρέμει ακόμα και την ώρα που μου εξιστορεί το χρονικό.

“Αυτά όλα, τα ερασιτεχνικά, έχουν μια άλλη χάρη. Δεν είναι ότι εγώ είμαι φτασμένος, ότι έχω τα στούντιο πίσω μου, την εταιρειάρα παραγωγής και όλα είναι τόσο by the book και κανονισμένα. Ποιος θα άφηνε ένα slot τελευταία στιγμή σε επαγγελματικό επίπεδο; Όλα είναι τόσο προκαθορισμένα τις περισσότερες φορές. Σε κάθε περίπτωση, την Αλκυόνη τη θεωρώ πολύ σημαντικό κομμάτι του ντοκιμαντέρ.”

Όταν η κουβέντα πάει στη μουσική και το ρόλο της στο ντοκιμαντέρ, καταλήγει πως ορισμένες φορές καλύτερα να έχεις άγνοια. “Μου πήρε πολλές ώρες να καταλήξω στη μουσική επένδυση. Έπεσα στην παγίδα του ανθρώπου που ασχολείται με τη μουσική. Στο τέλος που καλείσαι να πάρεις την τελική απόφαση ήταν πολύ ψυχοφθόρο. Πρώτη φορά που κάτι ήταν ολωσδιόλου πάνω μου. Ως σκηνοθέτης είχα τον τελευταίο λόγο και καταλαβαίνεις την πίεση..“.

Οι δυσκολίες, όμως, δεν σταματούν στο κομμάτι της “καλλιτεχνικής” διαχείρισης του υλικού. Μάλλον η διατύπωση που αρμόζει περισσότερο είναι ότι οι δυσκολίες στην Ελλάδα ξεκινούν και σταματούν στο οικονομικό και πολύ περισσότερο στην παγιωμένη πεποίθηση ότι το να γυρνάς ντοκιμαντέρ, να λες ιστορίες ανθρώπων είναι ένα χόμπι. “Στο ζοφερό -από άποψης χρηματοδότησης- κόσμο του ντοκιμαντερ στην Ελλάδα και όταν έχεις να αναμετρηθείς με τις παραγωγές εκατομμυρίων που έχει συνηθίσει να βλέπει ο κόσμος στο Netflix, πρέπει και εσύ με τα ελάχιστα να κάνεις το έργο σου δελεαστικό.. Προσπαθείς, δηλαδή, να το καμουφλάρεις με όποιον τρόπο μπορείς. Για μένα ήταν σημαντικό να πω την ιστορία των Βλάχων με όσο το δυνατόν πιο ωραίο “περιτύλιγμα” κινηματογραφικά και μουσικά μπορώ”, διευκρινίζει ο ίδιος. “Για να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ, χρειάστηκε να αρνηθώ δουλειά που θα μου εξασφάλιζε κάτι παραπάνω από τα προς το ζην. Όμως, αυτή η ιδέα στροβίλιζε στο μυαλό μου για πάνω από 4 χρόνια και μόλις έπαυσαν τα μέτρα για τον Covid-19 είπα ότι πρέπει να το κάνω με κάθε κόστος. Οι συνεργάτες μου με συμβούλευσαν να αιτηθούμε για κρατικές επιχορηγήσεις, ωστόσο, δεν ήθελα να περιμένω ακόμα 5 χρόνια και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Έπρεπε να πάρω ρίσκο και το έκανα”.

Όταν τον ρωτώ για τα μελλοντικά σχέδια και την πορεία των “Αρμάνων Βλάχων” μετά την προβολή της Παρασκευής στο Φεστιβάλ μου απαντά πως ήδη έχει προγραμματίσει κάποιες ειδικές προβολές στην Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό, όπου πολλοί άνθρωποι από την ομογένεια το ζητούν.

Αυτό που με σοκάρει ευχάριστα είναι η αποφασιστικότητα του για το επόμενο βήμα, το επόμενο του ντοκιμαντέρ. “Έχω σκεφτεί ήδη το επόμενο· όταν γυρνούσαμε τους “Αρμάνους” έλαβα την εξής συμβουλή: “Μην κάνεις εκπτώσεις, προκειμένου να εντάξεις και αυτό το κομμάτι. Καλύτερα να εστιάσεις στον ελληνικό χώρο και βλέπουμε στο εξωτερικό“. ΄’Ετσι, λοιπόν, μετά το Φεστιβάλ ξεκινάμε γυρίσματα που θα αφορούν την πορεία των Βλάχων στο εξωτερικό. Θα το κάνουμε με μεγαλύτερη ενδελέχεια, γιατί και στο εξωτερικό υπάρχει πολύ υλικό που σχετίζεται ιστορικά με τους Βλάχους. Υπάρχουν ακόμα πολλές ωραίες ιστορίες να ειπωθούν.”

Έχοντας υπόψιν ότι έχει διαδράμει την πορεία της “άχαρης” πρώτης φοράς και ότι έχει συλλέξει μια κάποια εμπειρία, τον ρωτώ τι θα άλλαζε στο δεύτερο ντοκιμαντέρ. “Σίγουρα, να μεγαλώσει η ομάδα και μάλιστα σε γυναικείο επίπεδο. Ξέρεις, στα “ερασιτεχνικά” ντοκιμαντέρ που παίζουμε με το ευρώ, απαιτείται μια παραπάνω αυστηρότητα. Εμπιστεύομαι ακράδαντα τις γυναίκες, ιδίως στο κομμάτι της οργάνωσης, της επιμέλειας, αλλά και του καλλιτεχνικού ενστίκτου”.

Θιασώτης του “Kill them with kindness”, ο Μιχάλης μέμφεται τις τυμπανοκρουσίες και τους εμφατικούς πανηγυρισμούς που ευαγγελίζονται εκ των βάθρων ανατρεπτικές επαναστάσεις ή οριζόντιες αλλαγές. Πιστεύει στους αγώνες που δίνει ο καθένας μας καθημερινά. “Ξέρεις έχω σταματήσει να τοποθετούμαι πια δια των λογαριασμών μου στα social media. Έχω σταματήσει να πιστεύω στις επαναστάσεις του πληκτρολογίου. Για να αλλάξουν όντως τα πράγματα πρέπει να επιτυγχάνουμε μικρές καθημερινές νίκες, ο καθένας από το δικό του τομέα”.

Η τελευταία του έμπρακτη τοποθέτηση ήταν το τρίωρο αφιέρωμα σε γυναίκες δημιουργούς της ελληνικής ανεξάρτητης μουσικής σκηνής, εξ αφορμής της Παγκόσμιας ημέρας της γυναίκας. Προσωπικά, εντυπωσιάστηκα από το ύψος της ποιότητας όλων των παρουσιών (από καλλιτεχνική και τεχνική σκοπιά) των Nalyssa Green, Rosey Blue, Νεφέλη Φασούλη, Vassilina, Καλλιόπη Μητροπούλου, Irene, Xanthi, Hume Assine, Terselle, Sci-Fi River, την οποία ράπερ Sci- fI River δεν την γνώριζα και ενθουσιάστηκα που γνώρισα καινούρια, φρέσκα πρόσωπα.

Το Μιχάλη τον ακούμε κάθε Σάββατο και Κυριακή στη συχνότητα του Kosmos 93,6 fm & 107 από τις 12:00-14:00.Το ντοκιμαντέρ του θα υπάρχει και η δυνατότητα της online προβολής από το πρωινό του Σαββάτου και μετά στο σάιτ ου φεστιβάλ.

Η Βίβιαν Μελικόκη μένει Γκύζη, σπούδασε Νομικά. Γράφει για ταινίες, λες κι μια εικόνα δεν κάνει για χίλιες λέξεις, ενώ ακούει ραδιόφωνο ακατάπαυστα. Της αρέσει να καταναλώνει Τέχνες, αλλά περισσότερο τα κεφτεδάκια της γιαγιάς της.
X