Ο Τάσος Αποστόλου δεν είναι κλασικός τραγουδιστής όπερας. Αν και η βαθιά, γοητευτική φωνή του έχει αναδείξει σπουδαίους ρόλους βαθύφωνου του παγκόσμιου ρεπερτορίου, εκείνος ξεκίνησε από ηθοποιός και διαθέτει σπουδαία καλλιτεχνική φλέβα.
Ο τραγουδιστής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Αθηνών και της Σχολής Δραματικής Τέχνης Βεάκη. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και σκηνοθεσίας με τον Λούκα Ρονκόνι στο Piccolo Teatro του Μιλάνου και έχει τραγουδήσει σε θέατρα και σκηνές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Τον έχουμε απολαύσει όμως και στην τηλεοπτική σειρά του Mega «Ηρωίδες», όπως και σε παραγωγές σύγχρονου τραγουδιού.
Αυτές τις μέρες ο Τάσος Αποστόλου είναι κάτοικος της ιδιόμορφης πόλης Μαχαγκόννυ σε κείμενο Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ, που παίζεται έως τις 25 Απριλίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Τον συνάντησα λίγο πριν από την πρεμιέρα της παράστασης και μου αποκάλυψε τα μυστικά του ρόλου του, ποια είναι η αγαπημένη του όπερα και τη γοητεία της διδασκαλίας.
Τι αφορά το έργο «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» που παρουσιάζεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή;
Είναι ένας τεράστιος καθρέφτης. Είναι τρομερά επίκαιρο, κάτι που είναι κοινότοπο αλλά εδώ ισχύει. Είναι γραμμένο 100 χρόνια πριν αλλά περιγράφει την εποχή που ζούμε και λίγο παραπέρα. Περιγράφει τα όρια του πολιτισμού μας, τον εγωκεντρισμό, την αλαζονεία, το χρήμα που είναι ο μόνος θεός. Σπρώχνεις τον άλλο, τον πατάς για να βγεις μπροστά εσύ. Κραιπάλη, αχαλίνωτο σεξ, όλα χωρίς όριο. Και πώς όλο αυτό φουσκώνει, φουσκώνει και τελικά αυτοκαταστρέφεται. Αυτό είναι αυτό το έργο. Ο τρόπος που οι ίδιοι καταστρέφουμε τον εαυτό μας και τον πολιτισμό μας. Πώς όλο αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο – δεν βγάζει πουθενά. Αν σ’ το έφερνε κάποιος και σου έλεγε ότι γράφτηκε τώρα, θα έλεγες «Μπράβο, έπιασε την εποχή».
Είναι διαχρονικά αυτά τα προβλήματα;
Ναι, βέβαια. Ο Μπρεχτ τα έλεγε 100 χρόνια πριν, μεσολάβησαν τόσα, αλλά δεν παίρνουμε το μάθημα. Συνεχίζουμε την ίδια πορεία μέχρι την αυτοκαταστροφή, γι’ αυτό λέω ότι βλέπει και λίγο παραπέρα. Όλο νομίζουμε ότι έχουμε φτάσει στα όριά μας αλλά υπάρχει και λίγο ακόμη.
Η έκρηξη ήταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος;
Μπορεί να έβλεπε αυτό αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Έβλεπε πού πάει ο πολιτισμός έτσι που τον έχουμε δομήσει. Δεν έβλεπε τον πόλεμο αλλά έβλεπε το αδιέξοδο, που φυσικά οδηγεί σε πολέμους, τρομοκρατία, καταστροφές. Αυτά είναι φαινόμενα του ίδιου προβλήματος.
Μην πάμε μακριά. Όταν ήρθε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα λέγαμε ότι αναθεωρούμε τον τρόπο που ζούμε, βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά, βάζουμε τις αξίες μας μπροστά. Μόλις πήγαν τα πράγματα λίγο καλύτερα ξαναβουτήξαμε μέσα. Και με τον κορονοϊό τα ίδια λέγαμε. Ξαναδώσαμε σημασία σε αξίες που είχαμε ξεχάσει. Μόλις λύθηκε το πρόβλημα ξεκινήσαμε πάλι να τρέχουμε σαν τα ποντίκια στον τροχό. Δεν παίρνουμε το μάθημα. Η αυτοκαταστροφή δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Πόσο ταιριάζει η όπερα σε αυτήν τη θεματική;
Ο Μπρεχτ και ο Βάιλ, που μαζί έφτιαξαν το έργο, πέτυχαν σε πολλά σημεία να βάλουν μουσική που θεωρητικά μπορεί να μην ταίριαζε. Μιλάμε για κυνισμό με μελωδίες τζαζ ή κλασικής μουσικής. Δημιουργεί ένα περιβάλλον που είναι ο κόσμος μας. Ένας τρόπος ζωής που τρέχει προς μια κατεύθυνση δήθεν ανώδυνα ενώ από πάνω συντελείται καταστροφή. Ειρωνεύεται ο Βάιλ και την όπερα, αλλά αυτό είναι για τους πιο μυημένους ακροατές. Εσκεμμένα υπάρχουν ειρωνικά στοιχεία για τον τρόπο που παρουσιάζεται η όπερα. Χρησιμοποιεί στοιχεία από πολλά είδη μουσικής. Δεν είναι κλασική όπερα, έχει και σκέτη πρόζα και ρυθμική πρόζα. Χρησιμοποιεί τζαζ και καμπαρέ στοιχεία, τα οποία πρέπει να βρεις ειδικό τρόπο να τα προσεγγίσεις.
Έχει διαφορά για εσάς τους τραγουδιστές ότι σκηνοθετεί το έργο ένας θεατρικός σκηνοθέτης;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι γερμανοθρεμμένος και αγαπάει αυτό το έργο σε βαθμό… κακουργήματος. Το ακούει από μικρός. Έχει διαφορά γιατί οι θεατρικοί σκηνοθέτες έχουν το θετικό ότι δουλεύουν λίγο πιο βαθιά τους ρόλους. Αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Οι σκηνοθέτες όπερας τις περισσότερες φορές δεν ασχολούνται πολύ με αυτό που λέμε υποκριτική ούτε με ανάλυση έργου. Οπότε όταν πας να κάνεις ένα τέτοιο έργο, που δημιουργούνται συγκεκριμένες σχέσεις, δεν μπορείς να το πάρεις και να το δουλέψεις ξερά μουσικά. Υπό αυτή την έννοια ταιριάζει πολύ ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Ακούγεται πολύ απαιτητικό για τους καλλιτέχνες.
Είναι, πολύ. Θέλει ανθρώπους που ξέρουν από θέατρο. Εγώ ξεκίνησα από ηθοποιός και ήμουν πολύ τυχερός στις συνεργασίες μου. Έχω θεατρική παιδεία από την Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία έκανα θεατρικές σπουδές.
Θα μπορούσες να κάνεις μόνο θέατρο;
Η όπερα ευτυχώς ή δυστυχώς δεν μπορεί να λειτουργεί παράλληλα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πω ότι σταματάω την όπερα έξι μήνες και μετά να γυρίσω ξανά. Η όπερα απαιτεί μια προσήλωση που πολλές φορές σε βαραίνει, είναι καταναγκαστική. Αλλά μόνο με αυτή την πειθαρχία μπορείς να κάνεις όπερα. Να ξυπνήσεις, να κάνεις τις ασκήσεις σου, να μελετήσεις. Θα μπορούσα να κάνω θέατρο και να τραγουδάω Χατζιδάκι και Θεοδωράκη που μου αρέσουν πολύ, αλλά για να κάνω πιο σοβαρά πράγματα δυστυχώς έπρεπε να επιλέξω. Μου λείπουν πολλά πράγματα αλλά έχω πια ταχθεί εκεί.
Ποιος είναι ο ρόλος σου στο έργο;
Κάνω ένα καθίκι! Μου πάνε αυτοί οι ρόλοι (γέλια), αλλά είναι και η μοίρα των μπάσων. Ταιριάζει πιο πολύ η φωνή τους. Είναι μια συμμορία τριών ανθρώπων που φτιάχνουν μια πόλη στην έρημο με σκοπό να πιάσουν την καλή. Είναι τυχοδιώκτες στην πραγματικότητα, που καλούν άλλους τυχοδιώκτες να πάνε στην πόλη και να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς καμία αναστολή. Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ένας αδίστακτος που πατάει επί πτωμάτων, σκοτώνει, δολοπλοκεί και εκτελεί τις εντολές της συμμορίας. Ένας κυνικός, αδίστακτος τύπος.
Ό,τι ακριβώς δεν είσαι, δηλαδή.
Ό,τι δεν είμαι. Αλλά το ενδιαφέρον όταν παίζεις τέτοιους ρόλους είναι ότι αν ψάξουμε κάπου μέσα μας, όλοι έχουμε κάτι από αυτό. Όλοι έχουμε σκοτεινές πλευρές. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον στην υποκριτική και την όπερα. Μέσω ενός ρόλου βγάζεις πράγματα που στην πραγματικότητα δεν θα έβγαζες ποτέ, που έχεις επιλέξει να μην τα βγάζεις. Μαθαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου, βλέπεις όλες τις πλευρές σου χωρίς φόβο και ταμπού. Οπότε είσαι πιο συνειδητά αυτό που είσαι και αυτό που θέλεις να είσαι.
Επόμενα σχέδια;
Μέχρι τώρα ήταν πολύ απαιτητική σεζόν. Έχω κάποιες συναυλίες το επόμενο διάστημα, την Τόσκα στο Ηρώδειο με τη Λυρική, ένα έργο του Καλομοίρη που δεν ξέρουμε και διάφορα άλλα.
Έχεις αγαπημένη όπερα;
Για κάποιο λόγο ποτέ δεν σκεφτόμουν ρόλους που ήθελα να παίξω, ούτε στο θέατρο, ούτε στην όπερα. Κάνοντας πράγματα βλέπω ρόλους που για μένα είναι φανταστικοί.
Οι ρόλοι του Βέρντι είναι για μένα κομβικοί και συνεχίζω να τους έχω αδυναμία, αλλά πέρυσι κάναμε τον Πύργο του Κυανοπώγωνα, δεν μπορώ να πω ότι δεν το λάτρεψα.
Έργα που αγαπάς να ακούς;
Στην Μποέμ ας πούμε, που την έχω παίξει πάρα πολλές φορές, ο μπάσος δεν έχει κάποιον τρομερό ρόλο. Αλλά θεωρώ ότι είναι η πιο ωραία όπερα που έχει ποτέ γραφτεί στον κόσμο. Είναι ένα έργο που δεν πετάς τίποτε, καμία νότα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο Κάραγιαν έλεγε ότι η Μποέμ είναι μια κατηγορία από μόνη της.
Προλαβαίνεις να ακούς τίποτε άλλο;
Δεν προλαβαίνω ούτε θέλω. Δεν υπάρχει περίπτωση όταν γυρίσω σπίτι μετά από μαθήματα και πρόβες να βάλω ξανά να ακούσω μουσική. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν το κάνεις επάγγελμα: χάνεις την αδημονία να γυρίσεις σπίτι και να ακούσεις μουσική. Μετά από 15 ώρες μουσικής δεν θέλω να ακούσω τίποτε.
Με ποιον τρόπο χαλαρώνεις;
Περπατάω, διαβάζω, παίζω σκάκι και μπάσκετ μια στο τόσο. Αυτά και βλέποντας φίλους. Δυστυχώς, η δουλειά μας έχει απαιτήσεις. Μην κρυώσεις, μην κολλήσεις κάτι, μην κουραστείς, μην κοιμηθείς αργά. Είναι πρωταθλητισμός. Με αυτήν τη λογική ζηλεύω τους ανθρώπους που κάνουν άλλα είδη τραγουδιού. Που κι αν βραχνιάσεις λίγο, μπορεί να βγει πιο ωραίο το λαϊκό. Σε εμάς δεν υπάρχει αυτό, πρέπει να είμαστε πάντα στο 100%.
Πώς προέκυψε η διδασκαλία;
Μου αρέσει πάρα πολύ. Και μου αρέσει να κάνω μάθημα σε ανθρώπους που δεν είναι κλασικοί. Η τεχνική άλλωστε είναι μία. Είναι μύθος ότι είναι άλλο πράγμα. Το 80% είναι ίδιο, όπως και στο πιάνο. Κάποια είδη έχουν παραπάνω απαιτήσεις, αλλά μαθαίνω να χειρίζομαι το όργανο. Μαθαίνεις να χρησιμοποιείς τη φωνή σου και τους χώρους σου. Προφανώς όταν έχεις μικρόφωνο χρησιμοποιείς τεχνικές που δεν μπορείς στην όπερα. Αν έχεις μικρόφωνο, μπορείς να τραγουδήσεις με άχνα, αλλά στην όπερα δεν περνάει. Πρέπει η φωνή σου να περνάει 50 και 60 όργανα. Και στα όργανα μουσικής και στον χορό η κλασική παιδεία σου μαθαίνει πώς να χειρίζεσαι το σώμα σου.