Η Φινλανδία (και φέτος) αναδείχθηκε η πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας. Η Δανία και η Ισλανδία βρέθηκαν στη δεύτερη και την τρίτη θέση, ακολουθούμενες από τη Σουηδία, ενώ η Ελλάδα έμεινε στην 64η θέση.
Γιατί όμως η Φινλανδία είναι η χώρα που βρίσκεται στην πρώτη θέση σε επίπεδα «ευτυχίας» σχεδόν κάθε χρόνο;
Ο πιο βασικός παράγοντας -σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης– που καθιστά τη Φινλανδία «ευτυχισμένη» χώρα είναι η περιορισμένη εισοδηματική ανισότητα, γεγονός που αποτελεί σταθεροποιητικό κοινωνικό παράγοντα. Ακολουθεί το εξαιρετικά οργανωμένο και δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, αλλά και το υψηλό αίσθημα εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι αξιόπιστες και οικονομικά προσιτές και το αεροδρόμιο του Ελσίνκι κατατάσσεται ως το καλύτερο στη βόρεια Ευρώπη. Σε άλλες χώρες όπου η οικονομική ανισότητα δεν κινείται σε τόσο υψηλά επίπεδα- όπως η Ουγγαρία και η Νότια Αφρική – το επίπεδο της ευτυχίας δεν καταγράφεται αυξημένο λόγω της αίσθησης ανελευθερίας και φόβου που δημιουργούνται από πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Πάντως, τα φετινά στοιχεία για την ευημερία των παιδιών και των εφήβων φαίνεται να δημιουργούν ανησυχία και να καταγράφουν σημαντική πτώση στα επίπεδα ευτυχίας, ειδικά στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη.
Μπορούμε όντως να «μετρήσουμε» την ευτυχία;
Η ιδέα ότι η κοινωνική ευτυχία μπορεί να μετρηθεί, να χαρτογραφηθεί και να τοποθετηθεί γεωγραφικά, φαντάζει αρκετά εδραιωμένη, υπάρχουν ωστόσο διαφορετικές έρευνες και επιστημονικές προσεγγίσεις που αμφισβητούν αυτές τις μεθόδους. Κάθε τρία χρόνια, από το 2012, η Παγκόσμια Έκθεση για την Ευτυχία δημοσιεύει τις σχετικές λίστες και τις παγκόσμιες κατατάξεις της ευτυχίας οι οποίες γίνονται είδηση και σχολιάζονται ευρέως στα ΜΜΕ. Τα αποτελέσματα βασίζονται σε μια μεθοδολογία που ζητάει από τους ανθρώπους να αξιολογήσουν το πώς «αισθάνονται» για τη ζωή τους σε μια κλίμακα από το μηδέν έως το δέκα. Στις κατατάξεις κυριαρχούν συνήθως οι σκανδιναβικές χώρες, με τη Φινλανδία να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας για αρκετά χρόνια.
Το ερώτημα είναι αν έχει επικρατήσει και μια συγκεκριμένη αντίληψη για την ευτυχία και την κοινωνική ευημερία η οποία ενδέχεται να είναι αρκετά μονόπλευρη και περιοριστική σύμφωνα με αυτή τη μεθοδολογία. Οι συμπεριφορικοί οικονομολόγοι έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή στην ανάδειξη των μελετών ευτυχίας και τις έχουν τοποθετήσει στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Για να «μετρηθεί» όμως η ευτυχία, ίσως θα έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί ως παρατηρήσιμη συμπεριφορά, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις και έρευνες. Οι μελέτες ευτυχίας είναι δύσκολο να εξαλείψουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις στις οποίες βασίζονται και να παρέχουν εντελώς αντικειμενικές και συγκρίσιμες μετρήσεις. Η υποκειμενική ευημερία με συγκεκριμένα κριτήρια μετατρέπεται σε αντικειμενικό μέτρο, κάτι που υποβαθμίζει σημαντικά τον ρόλο της κουλτούρας και του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της αίσθησης της ταυτότητας, των προσδοκιών και των αντιλήψεών μας.
Τα «παράδοξα» της ευτυχίας
Περαιτέρω περιορισμοί επισημαίνονται συχνά από οικονομολόγους και ψυχολόγους. Συγκεκριμένα, η ευτυχία δεν είναι συνώνυμο της αισιοδοξίας. Άνθρωποι που ζουν με προβλήματα ψυχικής υγείας μπορούν ταυτόχρονα να αναφέρουν ότι αισθάνονται ευτυχισμένοι. Επιπλέον, ορισμένα από τα πιο ευτυχισμένα κράτη, όπως η Φινλανδία και η Δανία, έχουν υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών, όπως αναφέρεται σε άλλες μελέτες, οι οποίες αποκαλύπτουν ορισμένες από τις αντιφάσεις της σκανδιναβικής κυριαρχίας στους παγκόσμιους πίνακες ευτυχίας.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, ερευνητές εξέτασαν 3.000 άτομα που ζουν σε πιο φτωχές, μικρής κλίμακας κοινωνίες θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την ικανοποίηση από τη ζωή τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η αίσθηση πληρότητας από τη ζωή ήταν εφάμιλλη με αυτή των ανθρώπων που ζουν σε πλουσιότερες χώρες. Οι απλές χαρές, όπως η κοινωνική αλληλεπίδραση και η καθημερινή επαφή με τη φύση (δραστηριότητες που τείνουν να γίνουν πολυτέλεια στον Δυτικό κόσμο), παίζουν δυναμικό ρόλο στις κοινότητες μικρής κλίμακας με κοινωνίες που ζουν χωρίς το άγχος της απόκτησης χρημάτων και κοινωνικής καταξίωσης.
Ένα άλλο παράδοξο που κάποιες φορές «στοιχειώνει» τις μελέτες για την ευτυχία είναι ότι η κοινωνική ενεργοποίηση για ζητήματα όπως το περιβάλλον, η έμφυλη βία και οι οικονομικές ανισότητες, μπορεί στην πραγματικότητα να οδηγείται από την αίσθηση της δυσαρέσκειας με συγκεκριμένες καταστάσεις. Οι λιγότερο ευτυχισμένοι άνθρωποι, για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να είναι κοινωνικά και πολιτικά ενεργοί από τους πιο ευτυχισμένους.
Όλοι αυτοί οι περιορισμοί και τα ερωτήματα ανοίγουν νέα ζητήματα στο διαχρονικό ερώτημα του τι σημαίνει ευτυχία.