Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι τα καλοκαίρια που έρχονται θα είναι πιο ζεστά. Ποιοι οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί και που βρίσκονται τα πιο ζεστά σημεία της Αθήνας;
Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι τα καλοκαίρια που έρχονται θα είναι πιο ζεστά από ποτέ και όσοι ζουν σε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα με έλλειψη πράσινου θα νιώθουν όλο και περισσότερο τις μεταβολές της θερμοκρασίας τα επόμενα χρόνια. Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature κατέδειξε ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να αντιληφθούν και να βιώσουν ακόμη και τις πιο μικρές αλλαγές στη θερμοκρασία. Και η Ευρώπη είναι η ταχύτερα θερμαινόμενη ήπειρος. Ποιοι οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί και που βρίσκονται τα πιο ζεστά σημεία της Αθήνας;
Οι υψηλές θερμοκρασίες ήρθαν για να μείνουν
Τα κύματα καύσωνα δεν αποτελούν πλέον μία κατάσταση εξαίρεσης, αλλά ένα φαινόμενο που γίνεται όλο και πιο έντονο, κουραστικό και στρεσογόνο όσο περνούν τα χρόνια λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι υψηλές θερμοκρασίες (φέτος έκαναν την εμφάνιση τους από τον Ιούνιο) επηρεάζουν αρνητικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας, επιβαρύνουν τις ευάλωτες ομάδες και τους εργαζόμενους που υποχρεούνται να βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, προκαλούν προβλήματα στην υγεία και θανάτους, ενώ εντείνουν τα συναισθήματα άγχους και ανησυχίας ειδικά όταν συνδυάζονται με πυρκαγιές.
Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι οι μέσες θερμοκρασίες του τριμήνου Ιουνίου-Ιουλίου-Αυγούστου θα είναι 1-2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα και μάλιστα με συχνά κύματα καύσωνα τα οποία θα εναλλάσσονται με διαστήματα χαμηλότερων θερμοκρασιών.
Το 2023 ήταν το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρώπη, ενώ οι εκτιμήσεις των επιστημόνων για το καλοκαίρι του 2024 προβλέπουν ακραία ζέστη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Ο πλανήτης θερμαίνεται σταθερά κάθε χρόνο από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, με τον ρυθμό να τριπλασιάζεται από το 1982 και τις προβλέψεις να είναι εξαιρετικά ανησυχητικές έως το 2050, όπως αναφέρεται σε άρθρο του National Geographic. Πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετεωρολογίας και του προγράμματος Copernicus διαπίστωσε ότι η Ευρώπη είναι η ταχύτερα θερμαινόμενη ήπειρος, με τις θερμοκρασίες να αυξάνονται με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ και μεταμορφώνει τον κόσμο μας, από την αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι τυφώνες και οι καύσωνες, έως την αναδιαμόρφωση οικοσυστημάτων, όπως οι κοραλλιογενείς ύφαλοι και οι πάγοι της Αρκτικής.
Γιατί νιώθουμε περισσότερο τη ζέστη;
Ο λόγος που αισθανόμαστε όλο και μεγαλύτερη κόπωση από την ακραία ζέστη, είναι επειδή το σώμα μας αντιλαμβάνεται τις αλλαγές στη θερμοκρασία, ακόμη και όταν οι διαφορές που υπάρχουν είναι σχετικά μικρές. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες στο επιστημονικό περιοδικό Nature, οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι ακόμη και στις μικρές μεταβολές της θερμοκρασίας και μπορούν να αντιληφθούν τις αλλαγές με ακρίβεια. Η ανίχνευση των μεταβολών της θερμοκρασίας χρησιμεύει ως ένα σύστημα έγκαιρης «προειδοποίησης» για το ανθρώπινο σώμα προκειμένου να προσαρμοστεί όσο καλύτερα γίνεται στις νέες συνθήκες.
Η ερευνητική ομάδα επέλεξε να ασχοληθεί με αυτόν τον τομέα καθώς διαπίστωσε ότι υπήρχε έλλειψη βιβλιογραφίας σχετικά με την ανθρώπινη αντίληψη για τις αλλαγές στη θερμοκρασία και για τον τρόπο που τις αφομοιώνει και τις βιώνει κάθε φορά. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι συμμετέχοντες βρέθηκαν σε διαφορετικούς κλιματιζόμενους θαλάμους, οι οποίοι είχαν μέγιστη διαφορά μεταξύ τους δύο βαθμούς Κελσίου. Η ανταπόκριση των συμμετεχόντων ήταν εκπληκτικά ακριβής, καθώς ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν απειροελάχιστες αλλαγές θερμοκρασίας και να εκτιμήσουν τις μικρές διαφορές. Η ερευνήτρια Laura Battistel (η οποία καθοδήγησε την έρευνα) ελπίζει ότι τα αποτελέσματα της μελέτης θα οδηγήσουν σε δραστικά μέτρα προτού η Γη θερμανθεί σε σημείο χωρίς επιστροφή.
Περιβαλλοντική αδικία και πόλεις που «βράζουν»
Οι ακραίες θερμοκρασίες επηρεάζουν περισσότερο τους ευάλωτους πληθυσμούς, τα άτομα που δεν έχουν πρόσβαση σε χώρους πράσινου στα αστικά κέντρα ή την οικονομική δυνατότητα για να κρατήσουν τα σπίτια τους δροσερά. Μία πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε από το Πολυτεχνείο του Βερολίνου (TU Berlin) και το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) σε συνεργασία με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και αφορούσε μελέτη σε 14 μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις κατέδειξε τις συνθήκες περιβαλλοντικής αδικίας στον αστικό ιστό.
Σε όλες τις μεγάλες πόλεις που μελετήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι οι κάτοικοι με χαμηλότερο εισόδημα, οι ενοικιαστές, οι μετανάστες και οι άνεργοι ήταν αυτοί που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να κινδυνεύσουν με σωματική και ψυχολογική καταπόνηση από τη ζέστη. Οι περιοχές της Αθήνας που πλήττονται περισσότερο από τον καύσωνα είναι αυτές που βρίσκονται στα Δυτικά προάστια. Οι γειτονιές που δεν διαθέτουν χώρους πράσινου με φυσική σκιά και τα σπίτια είναι φτιαγμένα από υλικά που τα καθιστούν λιγότερο ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες είναι και οι πιο εκτεθειμένες στις ακραίες καιρικές συνθήκες.
Μία άλλη έρευνα του ανεξάρτητου ερευνητικού οργανισμού διαΝΕΟσις που βασίζεται σε νεότερη μελέτη της συντακτικής ομάδας της έκθεσης από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών διαπιστώνει επίσης ότι οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου. «Αυτό οφείλεται στη χαμηλότερη κάλυψη από βλάστηση, στην ισχυρότερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας -ως απόρροια της γεωμετρικής δομής της πόλης και των ιδιοτήτων των υλικών των επιφανειών- και στις ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας», αναφέρει η μελέτη την οποία υπογράφει ο επιστήμονας Κωνσταντίνος Καρτάλης.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν μια συστηματική ανοδική τάση στη θερμοκρασία της Αθήνας η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει η έρευνα, «η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας την τελευταία δεκαετία (2011-2020) από την αντίστοιχη για τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,32 οC ανά δεκαετία, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,23 οC ανά δεκαετία».