Η διγαμία είναι η πράξη σύναψης γάμου ενός ατόμου με ένα άλλο άτομο, όντας ακόμη νόμιμα παντρεμένος/η με άλλο άτομο και αποτελεί έγκλημα που αφορά την οικογένεια. Σύμφωνα με το άρθρο 356[1] ΠΚ (Ν. 4619/2019) «Ο σύζυγος ή αυτός που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης αν τελέσει νέο γάμο ή συνάψει νέο σύμφωνο συμβίωσης πριν αμετακλήτως διαλυθεί ή ακυρωθεί ο προηγούμενος γάμος ή το προηγούμενο σύμφωνο συμβίωσης, καθώς επίσης και εκείνος που συνάπτει μαζί του νέο γάμο ή νέο σύμφωνο συμβίωσης εν γνώσει ότι υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης που δεν λύθηκε ή δεν ακυρώθηκε, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή».
Με τον νόμο 1329/1983[2] και τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, ο γάμος πλέον αποτελεί έναν θεσμό ο οποίος διέπεται μεν από κανόνες αναγκαστικού δικαίου, είναι δε απόρροια συμφωνίας των ισότιμων και συνυπεύθυνων συζύγων που επιθυμούν μια «διαρκή κοινωνία βίου». Κατά το ανωτέρω διαμορφωμένο κοινωνικό πλαίσιο δεν χωρά τρίτο πρόσωπο ή δεύτερος –ταυτόχρονος- γάμος, ενώ η αρχή της μονογαμίας καθιερώνεται ως θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 1354, 1438, 1439 §2 ΑΚ και 356 ΠΚ.
Η διάταξη του άρθρου 356 ΠΚ αποτελεί προστατευτική θερμοκοιτίδα της καθιερωμένης από το αστικό μας δίκαιο αρχής της μονογαμίας, η οποία αποτελεί έρεισμα της ελληνικής οικογένειας. Συνταγματικά η εν λόγω αρχή συναντάται και καθιερώνεται στο άρθρο 21 § 1 Σ[3], το οποίο ορίζει ότι «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει». Η αρχή της μονογαμίας ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες χωρίς να ενδιαφέρει αν και σε ποιο θρησκευτικό δόγμα ανήκουν, ακόμη και για του Έλληνες μουσουλμάνους[4] παρότι το κοράνιο προβλέπει τη δυνατότητα διατηρήσεως μέχρι και τεσσάρων γάμων/γυναικών.
Δράστης του εγκλήματος της διγαμίας κατά το άρθρο 356 ΠΚ δύναται να είναι τόσο ο σύζυγος που είναι ήδη παντρεμένος ή έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, όσο και οποιοδήποτε άλλο άτομο που συμπράττει μαζί με έναν ήδη παντρεμένο για τη σύναψη του γάμου ή με έναν που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι, με την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 356 ΠΚ ο συμπράττων με το σύζυγο είναι κάθε φορά συνεργός στην τέλεση του εγκλήματος από το σύζυγο.
Η αξιόποινη συμπεριφορά του εγκλήματος της διγαμίας του άρθρου 356 ΠΚ συνίσταται στην τέλεση νέου γάμου ή στη σύναψη νέου συμφώνου συμβίωσης πριν αμετακλήτως[5] λυθεί ή ακυρωθεί ο προηγούμενος γάμος του υπαιτίου ή το προηγούμενο σύμφωνο συμβίωσης. Η έννοια του συμφώνου συμβίωσης προβλέπεται στο άρθρο 1 του Ν 4356/2015[6], σύμφωνα με το οποίο ως σύμφωνο συμβίωσης ορίζεται «Η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο συμβίωσης) καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου».
Ο θάνατος ενός από τους δύο συζύγους (ή από αυτούς που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης) αποτελεί λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης και ως εκ τούτου είναι επιτρεπτή η τέλεση νέου γάμου ή η σύναψη νέου συμφώνου συμβίωσης.
Στον αντίποδα, εάν ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα μέρη που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κηρυχθεί σε αφάνεια, δεν υπάρχει αυτοδίκαιη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Ο σύζυγος του άφαντου έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 1440 ΑΚ, να ζητήσει λύση του γάμου με τον άφαντο.
Όσον αφορά το σύμφωνο συμβίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7[7] παρ.1 του Ν. 4356/2015 η λύση δύναται να επέλθει με τους οριζόμενους κατά το ανωτέρω άρθρο εξής τρόπους «1. Το σύμφωνο συμβίωσης λύνεται: α) με συμφωνία των μερών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, είτε αυτοπροσώπως είτε κατόπιν κοινής ψηφιακής δήλωσης που υποβάλλεται από τα μέρη, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την επίδοση και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών», και σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου «Η λύση του συμφώνου συμβίωσης ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση, στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του ή με ενημέρωση του ληξιαρχείου με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών».
Για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος θα πρέπει ο προηγούμενος γάμος να είναι υποστατός, δηλαδή να έχει τελεστεί με το νόμιμο τύπο, χωρίς να ενδιαφέρει εάν είναι θρησκευτικός ή πολιτικός. Δεν ενδιαφέρει και δεν έχει καμία σημασία αν ο προηγούμενος γάμος είναι άκυρος (αρ. 1372 παρ.1 ΑΚ) ή ακυρώσιμος (αρ. 1374 και 1375 ΑΚ), διότι οι γάμοι αυτοί παράγουν σύμφωνα με το αστικό μας δίκαιο έννομα αποτελέσματα μέχρι την ακύρωση τους. Ένας τέτοιος γάμος μπορεί να οφείλεται σε απειλή, πλάνη ή απάτη του ενός από τους συζύγους με αποτέλεσμα την επήρεια της βούλησης του. Αγωγή για την ακύρωση τέτοιου είδους γάμου μπορεί να ασκηθεί από το σύζυγο που πλανήθηκε αλλά και από οποιοδήποτε άτομο έχει έννομο συμφέρον.
Παράλληλα, δεν ενέχει σημασία το γεγονός εάν οι σύζυγοι διαμένουν μαζί ή είναι σε διάσταση ή έχουν κινήσει την διαδικασία έκδοσης διαζυγίου. Ο προηγούμενος γάμος (ο ήδη υπαρκτός δηλαδή) είναι δυνατό να έχει τελεστεί είτε στην Ελλάδα, είτε στην αλλοδαπή, υπό το πέπλο της προϋπόθεσης βέβαια ότι θεωρείται ισχυρός κατά το ελληνικό μας δίκαιο.
Εν αντιθέσει, αν ο προηγούμενος γάμος είναι ανυπόστατος, ήτοι νομικά ανύπαρκτος τότε δεν υπάρχει κώλυμα στην τέλεση νέου γάμου. Παραδείγματος χάρη ανυπόστατος είναι ο γάμος εάν η τέλεση του πραγματοποιηθεί από ιερέα που έχει καθαιρεθεί (ενώ αν πρόκειται για ιερέα που τελεί το γάμο ενώ είναι τιμωρημένος ή σε αργία, ο γάμος είναι έγκυρος), ή από ιερέα που δεν αναγνωρίζεται ως ιερέας από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία (άρθρο 1368 Αστικού Κώδικα). Ο Πολιτικός γάμος είναι επίσης ανυπόστατος εάν οι μελλόνυμφοι δε συμφωνούν για την τέλεση του γάμου ή εάν δεν υπάρχουν δύο μάρτυρες ενώπιον των οποίων γίνεται η δήλωση ή/και εάν δεν συνταχθεί ληξιαρχική πράξη από τον αρμόδιο δήμαρχο του τόπου τέλεσης του γάμου (άρθρο 1367 ΑΚ).
Επομένως, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της διγαμίας βάσει του άρθρου 356 ΠΚ θα πρέπει τόσο ο προηγούμενος γάμος ή το προηγούμενο σύμφωνο συμβίωσης όσο και ο νέος γάμος που τελέστηκε ή το νέο σύμφωνο συμβίωσης το οποίο συνάφθηκε να είναι υποστατοί-ά, ήτοι να είναι τυπικά έγκυροι-ά.
Εάν ο δράστης αγνοεί την ύπαρξη άλλου γάμου ή το υποστατό του πρώτου γάμου ή τη μη ύπαρξη αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του ή βρίσκεται σε άγνοια ως προς την ύπαρξη άλλου συμφώνου συμβίωσης ή τη μη ύπαρξη λύσης αυτού, βρίσκεται σε πραγματική πλάνη. Η πλάνη του αυτή αποκλείει τον δόλο ως προς την τέλεση του αδικήματος και έτσι ο δράστης μένει ατιμώρητος καθώς το εν λόγω αδίκημα δεν τιμωρείται όταν τελείται από αμέλεια.
Εάν ο δράστης βρίσκεται σε πλάνη σχετικά με το επιτρεπτό τέλεσης νέου γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, διότι η θρησκεία που ασπάζεται – επιτρέπει την τέλεση περισσότερων γάμων, η πλάνη του (η οποία ονομάζεται νομική πλάνη) δύναται να οδηγήσει σε άρση του καταλογισμού του, εφόσον κριθεί συγγνωστή.
Εάν ο ένας από τους δύο γάμους ή και οι δύο γάμοι τελέστηκαν στο εξωτερικό ή ένα ή και τα δύο σύμφωνα συμβίωσης συνάφθηκαν στο εξωτερικό, η εγκυρότητα ή η ακυρότητα κάθε γάμου και κάθε συμφώνου συμβίωσης αντίστοιχα, κρίνεται σύμφωνα με την νομοθεσία της χώρας της οποίας τελέστηκε. Εάν η πράξη τελέστηκε στην αλλοδαπή από Έλληνα ή σε βάρος Έλληνα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδίκημα εφόσον η πράξη δεν είναι αξιόποινη στον τόπο τέλεσης της.
Το έγκλημα της διγαμίας αποτελεί ένα ηθικό γεγονός (fait moral), πράξη δηλαδή παραβίασης ενός ηθικού κανόνα και υπονόμευσης της ηθικής του καλού. Συνεπώς, με την ποινικοποίηση της διγαμίας προστατεύεται αφενός η αρχή της μονογαμίας και αφετέρου το ατομικό συμφέρον έκαστου εγγάμου να αποτελεί το μοναδικό σύζυγο εκείνου με τον οποίο σύναψε οικειοθελώς έγκυρο γάμο.
[4] Συμβ.ΕφΘρακ 89/1995, Υπερ 1998, 79.
[5] Δηλαδή ως προς τον γάμο θα πρέπει να έχει εκδοθεί σχετική απόφαση δικαστηρίου η οποία να είναι αμετάκλητη, ήτοι να μην μπορεί να προσβληθεί με κανένα ένδικο μέσο καθώς και δεν αρκεί μόνον η κατάθεση αγωγής λύσης του γάμου.