Όπως είχαμε αναφέρει και στο προηγούμενο άρθρο μας, είναι σημαντική η διάκριση των παιδικών φόβων από τις φοβίες. Τα κριτήρια που διακρίνουν τους μεν από τις δε είναι η ηλικία των παιδιών, ο τρόπος εμφάνισης, η συχνότητα και το αντικείμενο/κατάσταση που αποτελεί φοβικό ερέθισμα για το παιδί. Ως εκ τούτου, διαφέρει σημαντικά και η αντιμετώπισή τους από τους γονείς και τους ειδικούς.
Η φοβία είναι ένας υπερβολικός, επίμονος, έντονος, διαρκής και αδικαιολόγητος φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, χώρο, κατάσταση ή δραστηριότητα, το οποίο μπορεί και να μην αποτελεί πραγματικό κίνδυνο ή απειλή (π.χ. ένα ζώο, το σχολείο κ.ά.), εμφανίζεται περιοδικά και είναι δυσανάλογος προς το ερέθισμα που τον προκαλεί. Είναι πιθανό αρχικοί φόβοι να μετατρέπονται στη συνέχεια σε φοβίες.
Συνοδεύονται από έντονο άγχος και σωματικά συμπτώματα όπως ταχυκαρδία, εφίδρωση, αίσθημα δυσφορίας, έντονος τρόμος, πόνος στο στομάχι, έμετοι, με συνέπεια να εμποδίζεται σημαντικά η καθημερινή λειτουργικότητα του παιδιού.
Όταν ένα άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το φοβικό αντικείμενο ή κατάσταση έχει την επιθυμία να απομακρυνθεί από αυτό για να αποφύγει τα δυσάρεστα συμπτώματα. Επίσης, αρχίζει να αποφεύγει μέρη και καταστάσεις όπου πιστεύει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει αντιμέτωπο με αυτό που το τρομάζει. Γνωρίζει ότι ο φόβος του δεν έχει λογική βάση, αλλά νιώθει ανήμπορο να αντιδράσει. Στην περίπτωση των παιδιών, βέβαια, η συνειδητοποίηση ότι ο φόβος είναι παράλογος μπορεί να μην υπάρχει. Το παιδί πραγματικά πιστεύει ότι το φοβικό αντικείμενο θα του κάνει κακό και θα το βλάψει.
Η διαφορά της φοβίας από τον φυσιολογικό φόβο της παιδικής ηλικίας έγκειται:
- στην ποιότητα της εμφάνισης (μεγαλύτερη διάρκεια και συχνότητα),
- στις αντιδράσεις των παιδιών (μπορεί να εμφανίσουν υπερβολικό άγχος με συνοδά ψυχοσωματικά συμπτώματα και επίμονη προσπάθεια αποφυγής του φοβικού ερεθίσματος),
- στη γενικότερή του προσαρμογή (το παιδί δυσκολεύεται έντονα να ανταποκριθεί στην καθημερινή του ρουτίνα και μπορεί να αποδιοργανώνεται) και
- στην αντιμετώπισή της. Χρήζει ειδικής αντιμετώπισης από παιδοψυχολόγους, καθώς σπάνια υποχωρεί από μόνη της και τις περισσότερες φορές μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη φοβία (δηλαδή να αλλάξει το φοβικό ερέθισμα αλλά να παραμείνουν τα βασικά συμπτώματα της φοβίας) ή να γενικευτεί και σε άλλους τομείς της ζωής του παιδιού.
Τα είδη της φοβίας
Οι πιο συνήθεις φοβίες που διαγιγνώσκονται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία είναι οι ειδικές φοβίες και η κοινωνική φοβία.
Ειδικές φοβίες: Φόβος συγκεκριμένων αντικειμένων (π.χ. κάποια ζώα ή ενέσεις/αίμα/τραύματα) ή καταστάσεων (όπως τούνελ, γέφυρες, λεωφορεία, ανελκυστήρες, φυσικές καταστροφές κ.ά.). Η έκθεση στο φοβικό αντικείμενο προκαλεί άμεση αντίδραση έντονου άγχους ή/και δυσφορίας, που συνήθως εκφράζεται με κλάματα, εκρήξεις θυμού, γκρίνια και προσκόλληση του παιδιού σε σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Σε παιδιά μικρότερα των 18 χρονών η φοβική διαταραχή αναγνωρίζεται όταν τα συμπτώματα διαρκούν τουλάχιστον έξι μήνες.
Οι φοβίες για τα ζώα αρχίζουν στην παιδική ηλικία, ενώ οι φοβίες για το αίμα και τις ενέσεις στην εφηβεία και την αρχή της ενηλικίωσης. Οι περιβαλλοντικές φοβίες μπορεί να εμφανιστούν για λίγο στην παιδική ηλικία και να ξαναεμφανιστούν στην αρχή της ενηλικίωσης.
Μια από τις πιο συνηθισμένες φοβίες που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι η «σχολική φοβία» ή αλλιώς «σχολική άρνηση». Περιγράφεται ο παράλογος φόβος του παιδιού να πάει σχολείο, δηλαδή το παιδί συνήθως αρνείται χωρίς να ξέρει γιατί. Μπορεί να δώσει εξηγήσεις του τύπου «φταίει ο δάσκαλος που φώναξε σήμερα» κ.ο.κ. Σωματικά συμπτώματα όπως διάρροιες, έμετοι, ταχυκαρδίες, κοιλιακοί πόνοι και πονοκέφαλοι αποτελούν συνήθως τους λόγους που το παιδί προβάλλει για να μην πάει σχολείο. Τα παραπάνω γίνονται πιο έντονα όταν πλησιάζει εκείνη η ώρα, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων και των αργιών. Ακόμη και στην περίπτωση που καταφέρνει να πάει στο σχολείο μπορεί να δυσκολεύεται πολύ και στην πρώτη ευκαιρία ζητά να γυρίσει σπίτι. Η σχολική φοβία κυρίως εκδηλώνεται με την έναρξη της σχολικής περιόδου και πιο σπάνια σε περιπτώσεις σχολικής αλλαγής. Εκφράζει τη δυσκολία του παιδιού να αφήσει τη μητέρα του και να βρεθεί σε ένα μέρος με άγνωστα πρόσωπα. Οι σκέψεις του παιδιού αφορούν μη πραγματικές ανησυχίες περί εγκατάλειψης από τη μητέρα ή ανησυχία ότι κάτι κακό θα συμβεί στο ίδιο ή/και στη μητέρα. Συμβαίνει στο 2-3% του πληθυσμού.
Κοινωνική φοβία: Το παιδί μπορεί να εκδηλώσει υπερβολικό και παράλογο άγχος μπροστά σε κοινωνικές καταστάσεις (όπως συνομιλία/φαγητό σε δημόσιους χώρους) εξαιτίας του φόβου ότι μπορεί να συμπεριφερθεί ανάρμοστα κι έτσι επιλέγει να τις αποφεύγει. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να εμφανίσει φοβία για την εκτέλεση ορισμένων συνηθισμένων δραστηριοτήτων όπως το φαγητό ή το γράψιμο μπροστά σε άλλα παιδιά ή να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα του σχολείου. Επίσης, μπορεί να φοβάται να εκτεθεί μπροστά σε άλλα παιδιά και επανειλημμένως αποφεύγει να συμμετέχει σε σχολικές γιορτές και παραστάσεις. Φοβάται ότι θα ρεζιλευτεί, θα ντροπιαστεί και επομένως τις αποφεύγει. Η έναρξή της τοποθετείται στην εφηβεία.
Η συχνότητα των φοβικών διαταραχών στον γενικό πληθυσμό των παιδιών και των εφήβων κυμαίνεται μεταξύ 2,6% και 9,1%.
Στην αιτιολογία συμβάλλουν γενετικοί, ιδιοσυγκρασιακοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Και εδώ είναι σημαντικό να αναφερθεί το βίωμα μιας άμεσης αρνητικής εμπειρίας του παιδιού, π.χ. οι φωνές της δασκάλας είναι δυνατό να συμβάλουν στη σχολική φοβία. Επίσης, οι συνδέσεις που μπορεί να έχει κάνει το παιδί ανάμεσα σε δυο ερεθίσματα που στην πραγματικότητα είναι ασύνδετα. Για παράδειγμα, αν η εκδήλωση σεισμού βρήκε το παιδί μέσα σε ασανσέρ, είναι πιθανό να αναπτύξει κλειστοφοβικές αντιδράσεις. Ακόμη πιο σημαντική μπορεί να είναι η μετάδοση κάποιων φοβιών από τους ίδιους τους γονείς, η οποία συνήθως γίνεται άθελά τους και χωρίς να το επιθυμούν. Τα μικρά παιδιά έχουν ευαίσθητες κεραίες και εισπράττουν εύκολα όλα τα μηνύματα (λεκτικά και μη λεκτικά) που μεταδίδονται από τους ενήλικες. Φοβικές διαταραχές μπορούν επίσης να προκαλούνται από ορισμένες σωματικές παθήσεις (όπως προβλήματα θυρεοειδούς ή καρδιακές αρρυθμίες) ή ορισμένες ουσίες ή φάρμακα. Τα σωματικά προβλήματα υγείας μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα άγχους ή να τα επιδεινώσουν.
Πώς αντιμετωπίζονται οι φοβίες σε ένα παιδί
Οι φοβίες μπορούν να αντιμετωπιστούν. Η όποια θεραπεία θα εξαρτηθεί από τα συμπτώματα, την ηλικία και τη γενική υγεία του παιδιού, καθώς και από τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Το παιδί μπορεί να χρειαστεί:
- Ατομική ή γνωστική συμπεριφοριστική θεραπεία. Ένα παιδί μαθαίνει νέους τρόπους να ελέγχει το άγχος και τις κρίσεις πανικού όταν συμβαίνουν.
- Οικογενειακή θεραπεία. Οι γονείς διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο σε οποιαδήποτε διαδικασία θεραπείας.
- Σχολική υποστήριξη. Η συνάντηση με το σχολικό προσωπικό του παιδιού, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλευτικών ή των κοινωνικών υπηρεσιών, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για την έγκαιρη διάγνωση. Είναι επίσης χρήσιμο στη δημιουργία συντονισμένου σχεδίου θεραπείας.
- Φάρμακα. Μερικά παιδιά μπορεί να αισθάνονται καλύτερα με φάρμακα, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται για να σταματήσουν τις κρίσεις πανικού. Εάν συνταγογραφείται φάρμακο, φροντίστε να ρωτήσετε σχετικά με τις παρενέργειες και τους κινδύνους έναντι των οφελών της χρήσης.
Πώς μπορώ να βοηθήσω στην πρόληψη των φοβιών στο παιδί μου; Οι ειδικοί δεν γνωρίζουν πώς να προλάβουν τις φοβίες σε παιδιά και εφήβους. Αλλά η έγκαιρη εύρεση και θεραπεία μιας φοβίας μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα. Μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού και επίσης να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους.
Πώς μπορώ να βοηθήσω το παιδί μου να ζει με φοβίες; Όλα τα παιδιά έχουν φόβους κάποια στιγμή στη ζωή τους. Εάν είναι σοβαρές και αφεθούν χωρίς θεραπεία, οι φοβίες μπορεί να γίνουν πρόβλημα διά βίου. Η θεραπεία λοιπόν είναι σημαντική.
Πρέπει λοιπόν:
- Να είμαστε υποστηρικτικοί και μη επικριτικοί. Να βοηθάμε το παιδί να τηρήσει το θεραπευτικό πλάνο. Να είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε και να υποστηρίξουμε το παιδί εάν έχει ανησυχίες για την εξέλιξη της θεραπείας.
- Να συμμετέχουμε στην οικογενειακή θεραπεία.
- Να τηρούμε όλα τα ραντεβού με τον πάροχο υγειονομικής περίθαλψης και την εκπαιδευτική ομάδα του παιδιού.
- Εάν έχει συνταγογραφηθεί ένα φάρμακο, να το δίνουμε σύμφωνα με τις οδηγίες. Να μιλήσουμε με τον θεράποντα ιατρό εάν ανησυχούμε για παρενέργειες. Να μην αυξάνουμε ή μειώνουμε από μόνοι μας τη δόση. Να μην αφήνουμε το παιδί να διαχειρίζεται τα φάρμακά του.
- Να μιλήσουμε σε όσους πρέπει να γνωρίζουν για τη φοβία του παιδιού μας. Συνεργαζόμαστε με τον πάροχο υγειονομικής περίθαλψης και το σχολείο για να δημιουργήσουμε συντονισμένο σχέδιο θεραπείας.
- Να απευθυνθούμε για υποστήριξη στις τοπικές κοινοτικές υπηρεσίες. Η επαφή με άλλους γονείς που έχουν παιδί με αγχώδη διαταραχή και φοβία μπορεί να είναι χρήσιμη.