Art & Culture

Βγες μέσα

Ελέω άνοιξης ο οργανισμός μας τραβάει περισσότερο έξω. Το λούσιμο του ήλιου που προοιωνίζεται καλοκαίρι κι αυτή η τζούρα τσιγάρο σε εξωτερικό τραπεζάκι χωρίς σόμπα και μπουφάν είναι λόγοι για τους οποίους αξίζει να ζήσει κανείς, προτού –μετά βεβαιότητας– πεθάνει.

Οι τελευταίες χειμωνιάτικες πολιτιστικές ριπές μάς χτυπούν γλυκά κατά πρόσωπο. Παίζουν ταινιάρες στις σκοτεινές αίθουσες κι όσο κι αν γουστάρω θερινό, ακούω μια δυο επισκέψεις ακόμη στο Αελλώ ή στα Village ή όπου, να κάτσω φαρδιά πλατιά στο βελούδινο κάθισμα με τα νάτσος-τυρί μου και να χαθώ μέσα σε μια καλή ταινία.
Το Μινόρε, αυτή η ελληνική καλτ σπλατεριά με χιούμορ και τρυφερή ψυχή, είναι must, προλάβετέ το για λίγο ακόμη. Σημειωτέον, ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας έχει υπάρξει μέλος των ομάδων για τα ειδικά εφέ σε χολιγουντιανές ταινίες τύπου Σπίλμπεργκ και Ντελ Τόρο – ουάου!
Και φυσικά αδημονώ για το Χορεύοντας με τον Μπέκετ, την ταινία που υπόσχεται να μας βυθίσει στο ανεπανάληπτο, θυελλώδες σύμπαν ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς που καθόρισαν την έννοια συγγραφή αλλά και το σύγχρονο θέατρο.

Τώρα που είπα για θέατρο δεν γίνεται να μη σας πω μια κουβέντα για τη δουλειά της Ζωής Ξανθοπούλου και του Αργύρη Ξάφη στο Θέατρο Θησείον. Το θέατρο, εκεί, προσευχή, ιεροτελεστία, δημοκρατία, ανοιχτωσιά και έρωτας. Μιλώ για το Πιο Όμορφο Σώμα που έχει Βρεθεί σε αυτό το Μέρος του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, ο οποίος θα μιλήσει στο κοινό μετά την παράσταση της Παρασκευής 12 Απρίλη. Αλλά αν δεν σας βγει για Παρασκευή, η παράσταση παίζεται και Σαββατοκύριακα αλλά και Πέμπτες. Είπαμε, όχι για πολύ ακόμα, σε λίγο θα μιλάμε για φεστιβαλικές δουλειές και δρώμενα.

Ο Αργύρης Ξάφης

Το βραβευμένο έργο του Μιρό (Βραβείο Born 2020 και Εθνικό Βραβείο Δραματουργίας 2022) ξεκινάει με την υποσημείωση «Γραμμένο για έναν ή μία ηθοποιό. Το φύλο του δεν ενδιαφέρει. Ούτε η ηλικία του. Ούτε η σωματική διάπλαση». Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την αγροτική περιοχή της Καταλονίας, βρίσκεται νεκρός στη μέση του πουθενά. Με αφορμή αυτό το γεγονός ξεδιπλώνεται η παθογένεια της κλειστής κοινωνίας μιας επαρχιακής πόλης στην οποία δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε. Παιδεραστία, ομοφοβία, ένοχα μυστικά, καταπιεσμένες ζωές κι ένα τραγούδι που ξυπνά τις πιο εφιαλτικές αναμνήσεις. Όσα δεν λέγονται οδηγούν στον αφανισμό των ηρώων, πραγματικό και υπαρξιακό.

Πριν ή μετά το θέατρο, στην Αγίου Δημητρίου 12 υπάρχει ένα τέλειο στέκι που λέγεται Αυλή, που λειτουργεί ως καφενείο από την Κατοχή. Σκηνικό ελληνικής ταινίας, μπλε πορτοπαράθυρα, καρό τραπεζομάντιλα και μεζέδες γεμάτοι νοστιμιά και μεράκι: τηγανητό συκώτι, χωριάτικο λουκάνικο, σαγανάκι με παστουρμά και δεν συμμαζεύεται. Είναι εκείνα τα μέρη που πας, ρε παιδί μου, και ανοίγει η καρδιά σου. Όχι σαν το μουράτο Santo Belto στην παλιά μου γειτονιά, στην κυψελιώτικη Αγίας Ζώνης, που όσο κι αν το αγαπώ για τις λιχουδιές του, το ύφος των σερβιτόρων (ιδίως μίας κοπελιάς) είναι εξόχως αποθαρρυντικό και ενδύεται την κακομούτσουνη διάθεση «σου κάνω χάρη». Δεν θα ξαναπάω, εσείς κάντε όπως νομίζετε. Μεγαλώνοντας παρατηρώ μια κλίση, μια στροφή στην ουσία. Και ουσία είναι η ευγένεια, η απλότητα, το χιούμορ. Στοιχεία που διαθέτουν και παραδιαθέτουν τα κορίτσια στο ΜΑ Aesthetics στην Υακίνθου της Κυψέλης, υπό τη διακριτική καθοδήγηση της θεάς Ανδριάννας – η οποία άνοιξε κι ένα concept store δίπλα στο αισθητικάδικο γεμάτο καλούδια κι ομορφιές: φίνα ρουχαλάκια, κεριά, κοσμήματα και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε για να ομορφύνετε το σπίτι, τη διάθεση ή να κάνετε ένα πετυχημένο δώρο σε φίλο/φίλη.

Εάν δεν ποθείτε τετριμμένες φασούλες όπως καφέ, ποτό, θέατρο, φαγητό, σας νιώθω. Κάποιες φορές δεν φτάνουν και τα λεφτά. Υπάρχουν τρεις ιαματικές (για μένα, ίσως και για εσάς) διαδρομές στην πόλη που με έναν καφέ στο χέρι είναι ικανές να μας ανοίξουν την καρδούλα, αρκεί να τη διαθέτουμε και να μην την έχουμε και τριπλοκλειδωμένη, ρε παιδί μου. Μιλώ για διαδρομές στο κέντρο της Αθήνας – είμαι βέβαιη ότι και στον Πειραιά και στην Κηφισιά και τη Γλυφάδα υπάρχουν τα τέλεια σημεία για μια μικρή ψυχανάπαυση, όπως την ονομάζω. Βόλτα, βλέμμα πέρα, διακριτική παρατήρηση της ζωής τριγύρω και όλα είναι δρόμος.

1. Από μετρό Συγγρού-Φιξ όλο κάτω η Δράκου, μέχρι να στρίψουμε σε οποιονδήποτε δρόμο εκβάλλει προς Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Κοινώς Κουκάκι – Πλάκα. Όχι τόσο βαθιά τουριστικό, αλλά με όλη την αρχαιοπρεπή αίγλη της περιοχής για πάρτη μας.

2. Από Ομόνοια, Αιόλου και χάσιμο: Ευριπίδου για μπαχάρια ή συνέχεια στα Εξάρχεια μέσω Πανεπιστημίου/Ακαδημίας. Εκεί άνοδος στην οδό Μαυρομιχάλη, γεμάτη βιβλιοπωλεία, καφέ και νέα μαγαζιά, αλλά και η επική, λατρεμένη των μυστών της εστίασης ταβέρνα του Μακάριου Αβδελιώδη, ο Πειναλέων. Προσοχή, ανοιχτή μέχρι να σφίξουν οι ζέστες και μετά πάλι ξανά το φθινόπωρο!

3. Από λεωφόρο Αλεξάνδρας απέναντι από τα δικαστήρια, στροφή προς τα μέσα, στον περιφερειακό Λυκαβηττού και από το St George Lycabettus κάθοδος προς Κολωνακεξάρχεια: βιτρίνες, σκυλιά, λογής λογής φάτσες, φοιτητές, καλοντυμένες κυρίες και δεν συμμαζεύεται.

Εάν στις βόλτες σας αυτές θέλετε μια καλή παρέα, μπορείτε πάντοτε να έχετε ένα καλό βιβλίο στην τσάντα σας. Όσο κι αν είναι αντιδημοφιλής επιλογή μετά την παρουσία του στη Νίκη Λυμπεράκη, ο Νίκος Καρβέλας καταθέτει στη Νοοσοφία του (εκδ. Κάκτος) ένα ενδιαφέρον, ίσως λίγο χαωτικό συμπίλημα ιδεών που αξίζει να διαβαστούν, πάντοτε με κριτική ματιά – αυτό ζητεί άλλωστε από εμάς ο συνθέτης – συγγραφέας. Σε πιο light επιλογές, το τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τίτλο Υπήρξα Τόσοι Άλλοι θα σας συναρπάσει – είστε δεν είστε συγγραφείς. Καλογραμμένο, απολαυστικό, βαθύ, συγκινητικά στοχευμένο και ακριβές σε ό,τι θέλει να μας μοιράσει και να μας περάσει.

Πριν από το κλείσιμο μιας μέρας στη δουλειά –γιατί έχουμε και δουλειές, δεν βολτάρουμε όλη μέρα– ένα ποτό δεν βλάπτει. Ιδίως με τη σωστή συντροφιά. Αν διψάτε για νέες αφίξεις στην πόλη, θα σας απογοητεύσω γιατί είμαι old school. Πάντως ο Ταρζάν στο Θησείο και ο Λογιότατος στη Δροσοπούλου (που μετράνε λίγα μόλις χρόνια ζωής) έχουν αποδείξει ότι τους ανήκει μια θέση στις αθηναϊκές νύχτες.
Τα διακρίνουν αμφότερα η καλή μουσική και η υπέροχη αίσθηση φιλοξενίας που οι άνθρωποί τους σε κάνουν απροσποίητα να αισθάνεσαι.

Τα λέμε σε λίγες ημέρες για περισσότερες βόλτες εντός, εκτός και επί τ’ αυτά.

Η Γεωργία Δρακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Σπούδασε Νομικά και, μεταπτυχιακά, Δημοσιογραφία στο ΕΚΠΑ. Είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών και συνεχίζει με κείμενα, ραδιοφωνικές εκπομπές και podcasts γύρω από την πόλη, τον πολιτισμό, την γαστρονομία, τις ανθρώπινες σχέσεις και το σεξ. Έχει γράψει θεατρικά έργα που έχουν παιχτεί σε αθηναϊκές σκηνές. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος το βιβλίο της ''Ο Τάσος πέθανε''.
X